Στη δημοσκόπηση της GPO, στο ερώτημα για το τι είδους κυβέρνηση μπορεί να προκύψει μετά τις εκλογές, το 20,7% των ερωτηθέντων θα επιθυμούσε μια κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ με κάποια άλλα αριστερά κόμματα, ενώ το 18,7% των πολιτών ζητά μια κυβέρνηση συνεργασίας των κομμάτων της Αριστεράς! Στη δημοσκόπηση της Pulse η δεύτερη πιο δημοφιλής απάντηση είναι η κυβέρνηση κεντροαριστερών-αριστερών κομμάτων με 39%, με οριακά πιο δημοφιλή την προκήρυξη νέων εκλογών μέχρις να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση (30%). Αλλά και στην έρευνα της METRON Analysis η πρόταση για κυβερνήσεις συνεργασίας κερδίζει το 57% των απαντήσεων, έναντι 40% της αυτοδυναμίας.
Όταν όμως φτάνουμε στο ερώτημα «πώς θα γίνει αυτό κατορθωτό;», εκεί έχουμε την πλήρη αναντιστοιχία ανάμεσα στις καταγεγραμμένες επιθυμίες σημαντικού μέρος της κοινής γνώμης και την σκληρή πραγματικότητα στο χώρο της Κεντροαριστεράς.
Ποια είναι τα πραγματικά δεδομένα;
- Ξεκινάμε από τα κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ήταν μέχρι το 2019 κυβερνητικό κόμμα και μέχρι το 2023 αξιωματική αντιπολίτευση. Μπορεί να γίνει ο πυρήνας μιας «προοδευτικής κυβέρνησης»; Τα στοιχεία λένε όχι. Στην τελευταία δημοσκόπηση της GPO, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μόλις 5,9%, το Κίνημα Δημοκρατίας 2%, η Νέα Αριστερά 1,6%, το ΜΕΡΑ25, 1,7%. Έτσι δεν γίνεται χωριό… Ειδικότερα για τον εναπομείναντα ΣΥΡΙΖΑ, η συσπείρωση εμφανίζει ιστορικό χαμηλό με 36,1% και απώλειες σε κάθε κατεύθυνση: Προς Πλεύση Ελευθερίας 17,6%, προς ΠΑΣΟΚ 11,2%, προς Κίνημα Δημοκρατίας 10,1%, προς ΚΚΕ 2,5% και προς ΝΔ 1,7%. Βέβαια, στην καταγραφή του αριστερού φάσματος, το ΚΚΕ έχει7,8% και η Πλεύση Ελευθερίας με 9%. Μένει αδιευκρίνιστο αν στις έρευνες προσδιορίζεται πόσα και ποια κόμματα της Αριστεράς θα σχημάτιζαν μια κυβέρνηση βιώσιμη.
- Στην έρευνα της Pulse προσδιορίζονται, από όσους προκρίνουν προοδευτικά σχήματα, τέσσερα κόμματα. Την Πλεύση Ελευθερίας, το ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά. Εδώ υπήρξε μια συγκυριακή και βραχύβια σύμπλευση με την κοινή κατάθεση πρότασης δυσπιστίας στη Βουλή, αλλά αυτό δεν έδωσε καμία δυναμική. Παράλληλα, στους συσχετισμούς που διαγράφονται σήμερα, η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι «καβάλα στο άλογο». Συνεχίζει να έχει δυναμική ανόδου, ενώ όλες οι μετρήσεις την εμφανίζουν ως την πιο αξιόπιστη αντιπολιτευτική δύναμη. Η ίδια η κ. Κωνσταντοπούλου διαχωρίζει εαυτή από τους υπόλοιπους εν δυνάμει «εταίρους» ως «το μοναδικό αντισυστημικό κίνημα» (Antenna 17/3/25). Για το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ τονίζει πως «υπάρχει τεράστια ευθύνη στα κόμματα που κυβέρνησαν στην μεταπολίτευση και αυτή η ευθύνη δεν έχει αναληφθεί. Δεν θα έκανα την Πλεύση Ελευθερίας για να πάμε να διεκδικήσουμε καρέκλες σε συμπράξεις». Από την άλλη και ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος καλεί την κ. Κωνσταντοπούλου να αποφασίσει αν ανήκει ή όχι στην Αριστερά.
- Κάποιοι στις έρευνες αναζητούν ένα νέο φορέα της Αριστεράς. Μήπως, συνεπώς, ήρθε η ώρα του Αλέξη Τσίπρα με το bebranding που επιχειρεί να κάνει το μεγάλο comeback; Πολύ περισσότερο που ο ίδιος έκανε λόγο «για ένα νέο βηματισμό από την Αριστερά και όλες τις δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις της χώρας. Ένα βηματισμό που απομακρύνει από τα χτεσινά στερεότυπα»; Εδώ υπάρχει το κεφάλαιο της GPO, που επιχειρεί να σφυγμομετρήσει τι πιθανότητες έχει ο Αλέξης Τσίπρας να συντονιστεί με τις επιθυμίες των πολιτών που αναζητούν προοδευτικά σχήματα. Στο ερώτημα ποιος μπορεί να ενώσει την Κεντροαριστερά, πρώτος εμφανίζεται ο Νίκος Ανδρουλάκης με 15,6%, δεύτερη η κ. Κωνσταντοπούλου με 14,9% και τρίτος ο κ. Τσίπρας με 14,3%. Δεν κάνει τη διαφορά…Αλλά υπάρχουν και πιο δυσάρεστα. Το 45,7% πιστεύει ότι πρέπει να μείνει απλός βουλευτής και μόλις το 19,6% ζητεί να κάνει (άλλο ένα) κόμμα.
- Σημαντική παράμετρος: Ρωτήθηκε το ΠΑΣΟΚ εάν επιθυμεί να παίξει ρόλο σε ένα κεντροαριστερό σχήμα; Στην έρευνα της GPO καταγράφεται ο απόλυτος διχασμός: το 47,3% προκρινει συνεργασία με τα κόμματα της Αριστεράς, ενώ το 43% ζητεί αυτόνομη πορεία. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πάντως, μετά από ταλαντεύσεις, απορρίπτει κατηγορηματικά σε αυτήν τη φάση συνεργασίες με την Αριστερά, κάθε απόχρωσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κλίμα για το σύνολο του πολιτικού συστήματος είναι βαρύ. Σε αυτήν τη φάση, οι διεργασίες και συγκεντρώσεις για τα Τέμπη ευνόησαν κατά πρώτο λόγο την Ζωή Κωνσταντοπούλου και μετά την Ελληνική Λύση του κ. Βελόπουλου. Το ερώτημα, που έχει άμεση σχέση με το ενδεχόμενο σύμπτυξης «προοδευτικών μετώπων» είναι, πόσο ανθεκτική θα είναι η Πλεύση Ελευθερίας στην πορεία των εξελίξεων. Ένα αποτύπωμα της κοινής γνώμης καταγράφεται στην έρευνα της Prorata. To 57% απαντά ότι ευνοείται από τη συγκυρία και δεν θα έχει διάρκεια στην πολιτική ζωή της χώρας. Μόλις το 18% πιστεύει ότι θα έχει διάρκεια και κυβερνητική προοπτική. Είναι, άρα, η Πλεύση Ελευθερίας με τις επιδόσεις της ένα «βαρόμετρο» τόσο για τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού όσο και για τις-λιγοστές-πιθανότητες μετώπων με τις υπαρκτές δυνάμεις της Αριστεράς; Μένει να αποδειχτεί το προσεχές διάστημα.