Οξεία αντιπαράθεση, λαϊκισμός, τοξικότητα, πολυδιάσπαση, κρίση εμπιστοσύνης στα κόμματα. Αυτές είναι οι συνιστώσες που προκαλούν τριγμούς στο πολιτικό σύστημα εδώ και αρκετούς μήνες. Η πιθανότητα μιας ριζικής αναστροφής, που θα έδιναν έναν αέρα αισιοδοξίας απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Τόσο οι μεγάλες συγκεντρώσεις για τα Τέμπη όσο και οι οξύτατοι πολιτικοί διαξιφισμοί στη Βουλή, με αφορμή την πρόταση δυσπιστίας τεσσάρων κομμάτων της αντιπολίτευσης επιβεβαίωσαν ότι βρισκόμαστε σε μια νέα φάση αβεβαιότητας και ρευστότητας, με τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις να βαθαίνουν.
Κι όμως, βρισκόμαστε σε μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές τόσο σε ό,τι αφορά στις εσωτερικές εξελίξεις όσο και στις κοσμογονικές αναταράξεις σε διεθνές επίπεδο, που φέρνουν τα πάνω-κάτω σε όλα όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, αλλά και τις όποιες σταθερές στην περιοχή μας.
Εδώ εκδηλώνεται μια ανησυχητική αντίφαση. Ενώ το πολιτικό σύστημα εμφανίζει σημάδια απαξίωσης και πολυκερματισμού, οι εξελίξεις σε κρίσιμα μέτωπα επιτάσσουν την ανάγκη συμπράξεων και συναινέσεων, χωρίς τις οποίες δεν διαφαίνεται προοπτική επίλυσης. Ξεχωρίζουν τέσσερα κομβικά ζητήματα, που επιβεβαιώνουν το αδιέξοδο.
Ο «τυφώνας» Τραμπ ήδη χτυπά την Ευρώπη. Η επιβολή δασμών και τα αντίποινα από τις Βρυξέλλες σηματοδοτούν μια νέα φάση στην ένταση ανάμεσα στις δύο πλευρές. Παράλληλα, οι εξελίξεις για το Ουκρανικό τρέχουν προς αβέβαιη κατεύθυνση, ενώ οι αναφορές για αλλαγές συνόρων και προσαρτήσεις… κρατών όπως ο Καναδάς πυκνώνουν. Για τη χώρα μας, κανείς δεν είναι βέβαιος τι αντίκτυπο θα έχουν οι αλλαγές αυτές. Κι αυτό, την ώρα που αρχίζει νέος κύκλος πενταμερούς για το Κυπριακό, με ανοιχτά μέτωπα στο Αιγαίο. Η κυβέρνηση δηλώνει ενεργή παρουσία στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει τη στρατηγική σημασία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Είναι όμως αυτό η ασπίδα για ενδεχόμενα δυσμενή σενάρια; Μήπως στον τομέα αυτό θα πρέπει τόσο η κυβέρνηση όσο και το ΠΑΣΟΚ-για να μην αναφέρουμε άλλες δυνάμεις-να ευθυγραμμιστούν σε μια βασική γραμμή άμυνας;
Η σταθερότητα για την οικονομία. Ήδη, οι πολιτικοί κλυδωνισμοί έχουν αισθητές επιπτώσεις στην αγορά, με αρκετές επενδύσεις, χρήσιμες για την ανάπτυξη, στο «περίμενε» των πολιτικών εξελίξεων. Η πολιτική αβεβαιότητα για το αύριο ασφαλώς αφήνει το αποτύπωμά της στο ήδη επιβαρυμένο σκηνικό της ακρίβειας και του πληθωρισμού. Παρά τα προβλήματα και τις ανεπάρκειες, η κυβέρνηση διατηρεί το στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 2%, που απαιτούν οι δανειστές-ναι, υπάρχουν και αυτοί αλλά τους ξεχνάμε…-μέχρι το 2032. Είναι η χρονιά που θα συζητηθεί εκ νέου το πρόβλημα του δημόσιου χρέους σε μια ακόμη διαπραγμάτευση, για μια νέα συμφωνία. Αλλά, ποια θα είναι η εικόνα της Ε.Ε. μετά από επτά χρόνια; Κι ακόμη, πώς θα γίνει κατορθωτό να ξεπεραστούν οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας σε ό,τι αφορά τα ελλείμματα, τον μετασχηματισμό της κρατικής μηχανής, των φορολογικών ανισοτήτων; Στον τομέα αυτό, δεν θα ήταν απαραίτητη μια συναινετική πορεία από τα βασικά κόμματα, κυρίως από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ώστε να διαμορφωθεί μια ισχυρή διαπραγματευτική ισχύς; Αντί γι αυτό, βλέπουμε την κυβέρνηση, πιεσμένη πολιτικά, έτοιμη για έναν νέο γύρο παροχών και την αντιπολίτευση να πλειοδοτεί σε πακέτα, υπέρογκες αυξήσεις και δώρα, που θα υποσκάψουν τις βασικές μας δεσμεύεις για την εξυπηρέτηση του χρέους…
Θύμα της πόλωσης κινδυνεύει να πέσει και μια διαδικασία που απαιτεί εξ ορισμού πολιτικές συναινέσεις-η αναθεώρηση του Συντάγματος. Ο Πρωθυπουργός στη Βουλή πρότεινε συναίνεση με το ΠΑΣΟΚ για τέσσερις διατάξεις του Συντάγματος- το νόμο περί ευθύνης υπουργών, την αξιολόγηση δημοσίων υπαλλήλων, το άρθρο 16 για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και το διορισμό της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Το ΠΑΣΟΚ εκτίμησε πως η πρόσκληση του Πρωθυπουργού ήταν προσχηματική για να το «στριμώξει» στη συζήτηση δυσπιστίας. «Ο τρόπος πολιτικής αντιπαράθεσης «δώσε μου 2 άρθρα του Συντάγματος, για να σου δώσω και εγώ 2» ταυτίζεται με την παλαιοκομματική αντίληψη της Νέας Δημοκρατίας» ήταν η απάντηση του Γραμματέα του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Σπυρόπουλου. Εύλογο να αναρωτηθεί κάποιος πώς μπορεί να αλλάξει το κλίμα ώστε η διαδικασία αναθεώρησης να γίνει σε εύφορο, συναινετικό έδαφος.
Ο γόρδιος δεσμός όμως θα εμφανιστεί όταν μπούμε σε φάση εκλογών-το 2027 ή και νωρίτερα. Εκεί η πολυδιάσπαση του πολιτικού φάσματος θα συγκρουστεί με την ανάγκη να κυβερνηθεί ο τόπος-και μάλιστα καθώς θα πλησιάζει η «ώρα μηδέν» για τη νέα διαπραγμάτευση για το δημόσιο χρέος. Αν η αυτοδυναμία θεωρείται πλέον-και εμφανίζεται δημοσκοπικά-ως η λιγότερο πιθανή λύση, τότε το πρόβλημα των συμμαχιών θα ανακύψει σε όλο του το μεγαλείο, θέτοντας σε δοκιμασία τις «κόκκινες γραμμές» και τα απαγορευτικά που ήδη θέτουν τα κόμματα για συνεργασίες. Εξυπακούεται πως τα όποια σενάρια για πιθανές μετεκλογικές συναινέσεις θα περάσουν δια πυρός και σιδήρου από μια τεταμένη προεκλογική αντιπαράθεση- και πάντως δεν θα είναι συμμαχίες… γερμανικού τύπου.
Σε κάθε περίπτωση οι όποιες συγκλίσεις προϋποθέτουν ως υπόβαθρο την «ψήφο εμπιστοσύνης» της κοινής γνώμης προς τα θεσμικά κόμματα, που προς το παρών εμφανίζουν έλλειμμα επιδοκιμασίας…