Το ζήτημα της ασφάλειας των σιδηροδρόμων θέτουν με ερώτησή τους προς την Κομισιόν οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Την ερώτηση υπογράφουν οι Κωνσταντίνος Αρβανίτης, Έλενα Κουντουρά, Νίκος Παππάς και Nικόλας Φαραντούρης.
«Δύο χρόνια μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, το ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο συνεχίζει να αντιμετωπίζει συστημικές ελλείψεις και σοβαρά κενά ασφάλειας» αναφέρεται στην ερώτηση που φέρει τον τίτλο «Συστημικό Έλλειμμα Ασφάλειας του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου και μαζική παραβίαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων».
«Επιπλέον, συνεχίζουν να καταγράφονται περιστατικά που υποδεικνύουν αυξημένο κίνδυνο νέων δυστυχημάτων, εντείνοντας την ανησυχία των πολιτών για την ασφάλεια του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου» τονίζει η ευρωομάδα.
Οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ρωτούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εάν «μπορεί να εγγυηθεί ότι ο ελληνικός σιδηρόδρομος είναι σήμερα ασφαλής για τους Ευρωπαίους πολίτες» και εάν «σκοπεύει να ζητήσει απ’ τον ERA να ανακαλέσει τα ενιαία πιστοποιητικά ασφαλείας που έχει εκδώσει, έως ότου διασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και της Ελλάδας με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων».
Επισημαίνουν επίσης ότι «τον Οκτώβρη 2023 ο ERA παρέδωσε στην Επιτροπή πόρισμα σχετικά με την ασφάλεια των ελληνικών σιδηροδρόμων, στο οποίο εντοπίζει σοβαρές ελλείψεις και κενά στο ελληνικό σιδηροδρομικό σύστημα», ότι «στις 16/12/2024, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας επειδή παραβιάζονται πέντε ευρωπαϊκοί κανονισμοί και δύο ευρωπαϊκές Οδηγίες που καθορίζουν τις απαιτήσεις της νομοθεσίας της ΕΕ για την ασφάλεια και διαλειτουργικότητα των σιδηροδρόμων», καθώς και ότι «σύμφωνα με το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, φαίνεται αφενός ότι η ΡΑΣ αδυνατεί να εγγυηθεί την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, καθώς συστηματικά απέτυχε να εντοπίσει κρίσιμες αδυναμίες στο Σύστημα Διαχείρισης Ασφάλειας, και αφετέρου ότι ο ERA αδυνατεί να διασφαλίσει τη συμμόρφωση των εθνικών κανόνων με τις βασικές απαιτήσεις ασφάλειας, αλλά και την αποτελεσματική επιτέλεση του εποπτικού έργου της ΡΑΣ».