THEPOWERGAME
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετείχε στην ανοιχτή συζήτηση με θέμα «Currency for Change: World Politics on a Budge», στο πλαίσιο της 60ής Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια (MSC), και στάθηκε στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. «H οικονομία μας πηγαίνει πιο γρήγορα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη», το μήνυμα που έστειλε. Aξίζει να σημειωθεί ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός εισέπραξε θερμό χειροκρότημα κατά την προσφώνησή του «ως ο άνθρωπος που έβαλε σε τάξη τα οικονομικά της Ελλάδας και του αξίζουν συγχαρητήρια επίσης, γιατί μόλις ψηφίστηκε ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών στην Ελλάδα».
«Είμαι εδώ με λίγες ώρες ύπνο, αλλά νομίζω είναι απόφαση-ορόσημο και είμαι υπερήφανος, γιατί είμαι ο πρώτος κεντροδεξιός πρωθυπουργός που εισήγαγε τέτοιο νομοσχέδιο», δήλωσε αρχικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, αφού υπενθύμισε ότι «ακόμα και σε χαλεπούς περιόδους δίναμε το 2% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες», σημείωσε ότι «η Ελλάδα έχει καταφέρει να πετύχει να δίνει περισσότερα χρήματα για την άμυνα, μειώνοντας το χρέος». «Η οικονομική ανάπτυξη είναι ζωτικής σημασίας για την ευημερία της Ελλάδας, της Γερμανίας και όλων των χωρών της ΕΕ», πρόσθεσε.
«Η Ελλάδα ποτέ δεν είχε μέρισμα ειρήνης»
«Έχετε πολύ καλύτερη δημοσιονομική θέση και δαπανάτε πάνω από το 3,5% στην άμυνα. Πώς το κάνετε, ποιο είναι το μυστικό», ρωτήθηκε ο πρωθυπουργός και απάντησε: «Η Ελλάδα ποτέ δεν είχε μέρισμα ειρήνης, συνεχώς αντιμετωπίζαμε γεωπολιτικές απειλές στη γειτονιά μας και πάντα, ακόμη και σε χαλεπούς καιρούς, δαπανούσαμε πάνω από 2% του ΑΕΠ στην άμυνα. Στην περίπτωσή μας έπρεπε να αυξήσουμε τις δαπάνες, γιατί αντιμετωπίζουμε προκλήσεις, σε αντίθεση με άλλα κράτη. Πρέπει όλοι να δαπανούν περισσότερα στην άμυνα, αλλά να είμαστε και πιο έξυπνοι στην κατανομή των πόρων, σε μία εποχή με υψηλά επιτόκια, πίεση στους προϋπολογισμούς και επιπλέον δαπάνες μετά την πανδημία», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Η Ελλάδα έχει καταφέρει να επιτύχει όλους τους μεσοσταθμικούς στόχους. Μειώνουμε το χρέος γιατί η οικονομία πηγαίνει πιο γρήγορα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Πρόκληση είναι να κάνουμε περισσότερα στην άμυνα. Η ανάπτυξη μας οδήγησε να κάνουμε περισσότερα τόσο στην άμυνα όσο και συνολικά», πρόσθεσε ο πρωθυπουργός και επισήμανε: «Ευρωπαϊκή άμυνα σημαίνει προτεραιοποίηση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, που τώρα είναι κατακερματισμένη. Για παράδειγμα, για αγορά φρεγάτας δεχόμαστε πέντε-έξι διαφορετικές προσφορές κι αυτό δεν έχει νόημα. Σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες, συμφωνήσαμε ότι οι αμυντικές δαπάνες δεν θα μετρούν στον προϋπολογισμό. Η άμυνα λόγω ζωτικού χαρακτήρα είναι κάτι ξεχωριστό».
Στη συνέχεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε σχέση με τις αμυντικές δαπάνες επανέλαβε πως «εμείς έχουμε τις δικές μας γεωπολιτικές προκλήσεις, αντιμετωπίζουμε έναν απειλητικό γείτονα στα ανατολικά και επενδύουμε στην άμυνα για την αποτροπή. Μακροπρόθεσμα θέλουμε να φτάσουμε σε μια μεγάλης κλίμακας συνεννόηση. Όμως όταν κάποιος βρίσκεται σε μια περίπλοκη γεωπολιτική κατάσταση, το να λειτουργήσεις με αφέλεια είναι επισφαλές. Αν θες ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο και η νοοτροπία στην Ευρώπη προσιδιάζει σε αυτό το ρητό, ένας πόλεμος στην Ευρώπη ήταν κάτι αδιανόητο για εμάς που μεγαλώσαμε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου».
Ακολουθούν οι τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού (ανεπίσημη μετάφραση από τα αγγλικά):
«Καταρχάς, σε ευχαριστώ, Zanny, για τα καλά σου λόγια σχετικά με τη νομοθέτηση της ισότητας στο γάμο. Βρίσκομαι εδώ με λίγες ώρες ύπνου και πιστεύω ότι είναι μια απόφαση-ορόσημο για τη χώρα μου και είμαι πολύ περήφανος που μπόρεσα να τη φέρω ως ηγέτης μιας κεντροδεξιάς κυβέρνησης.
Τώρα, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, βλέποντας πολλές ευρωπαϊκές χώρες και παρατηρώντας τη δημοσιονομική τους κατάσταση τα τελευταία 30 χρόνια, σκέφτομαι πολύ το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είχε ποτέ πραγματικά “μέρισμα ειρήνης”, με την έννοια ότι ήμασταν συνεχώς αντιμέτωποι με γεωπολιτικές απειλές στη γειτονιά μας.
Ακόμη και κατά τη διάρκεια των πολύ δύσκολων ετών, πάντα ξοδεύαμε πάνω από το 2% του ΑΕΠ μας για την άμυνα. Επομένως, στην περίπτωσή μας, δεν χρειάστηκε πραγματικά να κάνουμε πολλά για να αυξήσουμε την ικανότητά μας να χρηματοδοτούμε τις αμυντικές μας δαπάνες, επειδή αντιμετωπίζαμε πολύ ιδιαίτερες γεωπολιτικές προκλήσεις, ενώ άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προφανώς μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, ίσως δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ξοδέψουν τόσο πολλά για την άμυνα.
Όμως στο θέμα αυτής της συζήτησης, “μπορείτε να κάνετε εξωτερική πολιτική με βάση τον προϋπολογισμό;”, η απλή απάντηση για μένα είναι “όχι”. Και θα πρέπει όλοι μας να είμαστε σε θέση να ξοδεύουμε περισσότερα για την άμυνα, αλλά και να κατανέμουμε με πιο έξυπνο τρόπο τα κονδύλια για την άμυνα.
Διάβαζα ένα άρθρο της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ήταν πολύ σαφής σχετικά με την ανάγκη να κινητοποιηθούν περισσότερα κεφάλαια, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι που θα αποτελέσει πρόκληση σε μια εποχή που οι προϋπολογισμοί μας βρίσκονται υπό πίεση, διότι πρέπει επίσης να χρηματοδοτήσουμε την κλιματική και την τεχνολογική μετάβαση. Την ίδια ώρα τα επιτόκια είναι σε υψηλότερα επίπεδα και βγαίνουμε από την περίοδο του Covid. Έπρεπε να δαπανήσουμε πολύ περισσότερα για να ανακάμψουμε από την πανδημία.
Επομένως, η Ελλάδα κατάφερε να πετύχει αυτό που περιγράψατε ως μια κατάσταση όπου μπορούμε να δαπανούμε περισσότερα για την άμυνα, μειώνοντας ταυτόχρονα τον λόγο του χρέους μας προς το ΑΕΠ, απλώς και μόνο επειδή η οικονομία μας αναπτύσσεται πολύ ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Στο τέλος της ημέρας, εάν η οικονομία δεν αναπτύσσεται, δεν θα έχεις τα απαραίτητα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσεις ούτε την άμυνα ούτε την κλιματική μετάβαση. Άρα, η υποκείμενη ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών μας, κατά τη γνώμη μου, είναι καίριας σημασίας. Ισχύει για την Ελλάδα, πιστεύω, ισχύει για τη Γερμανία, ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Υπερβαίνουμε συνεχώς τους δημοσιονομικούς μας στόχους και αυτή η ανάπτυξη μπόρεσε να μας επιτρέψει να κάνουμε περισσότερα, όχι μόνο για την άμυνα αλλά και για την κοινωνική πολιτική.
Τώρα, αν δούμε την ευρωπαϊκή διάσταση, πιστεύω ότι μία από τις προκλήσεις για τον επόμενο ευρωπαϊκό κύκλο είναι πώς θα κάνουμε περισσότερα στον τομέα της άμυνας. Σημαίνει αυτό περισσότερες δημοσιονομικές αρμοδιότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Σημαίνει αυτό να δώσουμε στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων την εντολή να χρηματοδοτεί περισσότερα έργα που σχετίζονται με την άμυνα, τα οποία μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα και να ενέχουν υψηλότερη διακινδύνευση;
Αυτό που σίγουρα σημαίνει, και μιλώ από τη σκοπιά μιας χώρας που προμηθεύεται αμυντικά συστήματα, είναι ένας σαφής εξορθολογισμός της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η οποία σήμερα είναι απίστευτα κατακερματισμένη. Για παράδειγμα, όταν ψάχνουμε να αγοράσουμε ένα νέο πλοίο, μια νέα φρεγάτα ή μια νέα κορβέτα, δεχόμαστε πέντε ή έξι διαφορετικές προσφορές από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, για διαφορετικά ευρωπαϊκά πλοία. Αυτό δεν έχει πολύ νόημα.
Πρέπει να συμφωνήσουμε ποια είναι τα έργα στα οποία πρέπει να συγκεντρώσουμε πόρους και στα οποία μπορούμε να είμαστε πραγματικά ανταγωνιστικοί, και σε σχέση με τις ΗΠΑ. Αν δείτε τα αεροπλάνα, έχουμε πράγματι ένα αεροπλάνο τώρα που να μπορεί να ανταγωνιστεί ένα μαχητικό πέμπτης γενιάς που κατασκευάζεται στις ΗΠΑ; Η απάντηση είναι: μάλλον όχι. Επομένως, κάποια στιγμή πρέπει να λάβουμε και κάποιες στρατηγικές αποφάσεις για το πού θα κατευθύνουμε τους πόρους μας. Και αυτό πράγματι θα μας δώσει τη δυνατότητα να αγοράζουμε ευρωπαϊκά αμυντικά συστήματα.
Ένα τελευταίο σημείο, πολύ σημαντικό: στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες συμφωνήσαμε να αντιμετωπίσουμε τις αμυντικές δαπάνες με ελαφρώς διαφορετικό τρόπο. Με άλλα λόγια, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι αμυντικές δαπάνες θα εξαιρούνται από τον υπολογισμό του υπερβολικού ελλείμματος. Αυτό είναι κάτι στο οποίο επιμείναμε. Και αυτό καθιστά επίσης σαφές ότι όταν εξετάζουμε το σύνολο των δημοσίων δαπανών, η άμυνα, λόγω της κρίσιμης σημασίας της, είναι κάτι διαφορετικό, είναι κάτι υπαρξιακό και τόσο σημαντικό που πρέπει επίσης να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από λογιστικής άποψης. Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτό είναι ένα ακόμη σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα βρεθούμε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις εξαιρέσεις, αλλά είναι καλό να γνωρίζουμε ότι αυτή η δυνατότητα πράγματι υπάρχει».
«Κοιτάξτε, αυτά που πετύχαμε μετά τον Covid ήταν απίστευτα σημαντικά. Θυμάμαι τις συζητήσεις μου με την Angela Merkel εκείνη την εποχή. Ήταν πολύ επιφυλακτική στην αρχή, αλλά νομίζω ότι καταφέραμε να την πείσουμε και το NextGenerationEU είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα ευρωπαϊκό project-ορόσημο.
Χρησιμοποιούμε αυτά τα κονδύλια για να προωθήσουμε την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, να κάνουμε τις οικονομίες μας πιο ανταγωνιστικές. Και φυσικά κατανοώ τον σκεπτικισμό των λεγόμενων “φειδωλών” χωρών, “πώς χρησιμοποιείτε στην πραγματικότητα τα ευρωπαϊκά κονδύλια;”.
Αλλά τελικά, αν δημιουργήσουμε ένα θετικό προηγούμενο με το NextGenerationEU, πιστεύω ότι θα έχουμε ένα πειστικό επιχείρημα για να μπορέσουμε όχι απαραίτητα να δημιουργήσουμε ένα νέο NextGenerationEU, αλλά να εξετάσουμε με πιο πειστικό τρόπο τι σημαίνει να δημιουργήσουμε πραγματικά περισσότερους ιδίους πόρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
«Όταν εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο τα Υπουργεία Άμυνας λαμβάνουν αποφάσεις για τις προμήθειες, βλέπουμε ότι δεν υπολογίζεται καθόλου μια αλλαγή πορείας στο μέλλον. Μιλάμε για μακροπρόθεσμα projects, μεγάλες αγορές πλοίων και αεροσκαφών.
Πρέπει όμως να βεβαιωθούμε ότι τα Υπουργεία Άμυνας και Οικονομικών λαμβάνουν ήδη υπόψιν τη μεταβαλλόμενη φύση του πολέμου και ότι ενσωματώνουν νέα τεχνολογία που μπορεί να είναι πολύ φθηνότερη, πολύ πιο καινοτόμα, πολύ πιο εύκολη στην ανάπτυξή της. Και αυτό απαιτεί μια διαφορετική νοοτροπία εάν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για παραδοσιακές δημόσιες υπηρεσίες που έχουν εκπαιδευτεί να σκέφτονται μόνο με ένα συγκεκριμένο τρόπο».
«Σκεφτόμουν, καθώς άκουγα το σχόλιό σας, τη δική μας περίπτωση. Είχαμε τις δικές μας γεωπολιτικές προκλήσεις, αντιμετωπίζοντας έναν επιθετικό γείτονα στα ανατολικά μας, και πάντα πιστεύαμε, και συνεχίζουμε να πιστεύουμε, ότι πρέπει να δαπανούμε αρκετά για να έχουμε αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα.
Ωστόσο, βεβαίως προσπαθούμε να προσεγγίσουμε την Τουρκία για να εξομαλύνουμε και να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας. Και μακροπρόθεσμα, επειδή πρόκειται για μια μακροχρόνια διαδικασία, ναι, αυτό κάποια στιγμή θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο μόνιμη ύφεση που θα μας οδηγούσε στο να επανεξετάσουμε ελαφρώς, αλλά τονίζω τη λέξη “ελαφρώς”, τον τρόπο με τον οποίο κατανέμουμε κονδύλια στην αμυντική μας βιομηχανία.
Βέβαια, πιστεύω ότι όταν βρίσκεσαι σε μια ιδιαίτερα περίπλοκη γεωπολιτική θέση, ο κίνδυνος του να είσαι αφελής σχετικά με τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό σου μπορεί πράγματι να σε οδηγήσει, σε κάποια χρόνια, σε πολύ δύσκολη θέση.
Πιστεύω ότι όλοι επιδιώκουμε την ειρήνη, αλλά υπάρχει και το γνωστό αξίωμα ότι “αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο”.
Θεωρώ ότι ο τρόπος σκέψης αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη είναι σε μεγάλο βαθμό προς αυτή την κατεύθυνση, επειδή δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε το τραύμα ενός πολέμου στην καρδιά της Ευρώπης, κάτι που ήταν εντελώς αδιανόητο πριν από τρία, τέσσερα χρόνια, σίγουρα για μια γενιά που μεγάλωσε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου με την αισιοδοξία ότι η σκοτεινή ήπειρος είχε αφήσει πίσω το σκοτεινό παρελθόν της. Είναι ένα είδος σοκ και ένα απότομο ταρακούνημα».
«Η Ελλάδα δεν ανήκει στις χώρες του G7 ή του G20, ως εκ τούτου δεν συμμετέχει σε αυτού του είδους της συναντήσεις όπου λαμβάνονται πολύ σημαντικές αποφάσεις.
Θέλω, όμως, να επιστρέψω στο σχόλιο που κάνατε πριν σχετικά με τη θεμελιώδη εμπιστοσύνη και την ικανότητα να ξεχωρίσουμε σε ποιους τομείς μπορούμε να συνεργαζόμαστε και σε ποιους είναι φυσικό να είμαστε στρατηγικοί ανταγωνιστές.
Αυτό που ξέρω είναι ότι όταν αυτά τα θέματα υπερ-πολιτικοποιούνται και καθίστανται τμήμα της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης, συνήθως δεν λαμβάνονται οι πιο ορθολογικές αποφάσεις. Και γι’ αυτό είναι καλό να μετέχουμε σε αυτού του είδους τις συναντήσεις γιατί πιστεύω ότι σε αυτές τίθενται τα ζητήματα με πιο ευδιάκριτη προοπτική.
Και είναι επίσης μια μεγάλη ευκαιρία να συζητήσουμε με τους ομολόγους μας από την Κίνα ώστε να διαπιστώσουμε πώς μπορούμε να πετύχουμε αυτήν την ομολογουμένως εξαιρετικά πολύπλοκη ισορροπία».
Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης o Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Christian Lindner, η Υπουργός Εξωτερικών της Αργεντινής Diana Mondino, η Πρόεδρος του Liquidity and Sustainability Facility Vera Songwe και ο Διευθυντής και Αντιπρόεδρος της PIMCO John Studzinski. Τη συζήτηση συντόνισε η Zanny Minton Beddoes, αρχισυντάκτρια του «Economist».