THEPOWERGAME
Έπειτα από πολύμηνη καθυστέρηση και έντονο διπλωματικό παρασκήνιο, τελικά η αμερικανική πλευρά θα στείλει την πολυπόθητη απάντηση για τα F-35, την οποία θα έχει στο γραφείο του ο Νίκος Δένδιας από Δευτέρα, για να ξεκινήσουν οι χρονοβόρες διαδικασίες που απαιτούνται.
Η Ελλάδα μπαίνει έτσι στο κλειστό κλαμπ με τις χώρες που διαθέτουν F-35, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου τυχαίο, αλλά αποτελεί πρωτίστως μια πολιτική επιλογή και απόφαση, τόσο της χώρας όσο κυρίως των ΗΠΑ. Τα game changers μαχητικά έχουν μεγάλη επιχειρησιακή αξία και θα μπορούσε η Ελλάδα να συμμετέχει στο πρόγραμμα από την αρχή, το 2004, με πολλά πλεονεκτήματα και για τις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά και για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, πολύ πριν από την οικονομική κρίση. Παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ζήτησαν από την Ελλάδα να συμμετάσχει, η απάντηση ήταν το λιγότερο «αδιαφορία».
Τι άλλαξε, όμως, στην πορεία και φτάσαμε στο 2023 για να ανακοινωθεί ότι θα αποκτήσουμε έως 40 μαχητικά;
F-35: Οι δύο παράγοντες
Δύο ήταν ουσιαστικά οι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτήν την εξέλιξη: η Τουρκία και οι γεωπολιτικές της ενέργειες και στη συνέχεια ο πόλεμος στην Ουκρανία μετά την εισβολή της Ρωσίας.
Η Τουρκία να υπενθυμίσουμε ότι ήταν από τις πρώτες χώρες που εντάχθηκε στο πρόγραμμα των F-35 για την απόκτηση 100 μαχητικών. Η στροφή του Ερντογάν όμως μετά το πραξικόπημα εναντίον του και η αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, τις οποίες κατηγόρησε ότι το υποκίνησαν, τον έφερε πιο κοντά στη Ρωσία και τον Πούτιν. Η απόφαση να αγοράσει, να παραλάβει και να θέσει σε λειτουργία ρωσικούς S-400 είχε αποτέλεσμα να υποστεί κυρώσεις βάσει του νόμου CAATSA των ΗΠΑ. Ήρθε έτσι η αποπομπή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 το 2020, τη στιγμή μάλιστα που τα πρώτα 4 μαχητικά ήταν έτοιμα και μάλιστα για το πρώτο είχε γίνει και τελετή παράδοσης στις ΗΠΑ. Όταν μάλιστα ο Ερντογάν ζήτησε πίσω την προκαταβολή του 1 δισ. δολαρίων, η απάντηση των ΗΠΑ ήταν αποστομωτική: οι επιχειρήσεις της αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας έχoυν κερδίσει τουλάχιστον 6 δισ. δολάρια από τη συμμετοχή τους σε υποκατασκευαστικά έργα, καθώς ήταν ενταγμένες στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία στη συνέχεια ήρθε να ανατρέψει βίαια κι άλλους παράγοντες, τόσο για τις ΗΠΑ όσο και το ΝΑΤΟ, στην περιοχή. Με εμφανή πλέον τη ρωσική επιθετικότητα, το ΝΑΤΟ τέθηκε σε συναγερμό, αποφασίζοντας να ενισχύσει τη συμμαχία σε όλους τους τομείς, και η περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου είναι από τις πλέον κρίσιμες, με την Ελλάδα λόγω θέσης να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η σύναψη στρατηγικής συνεργασίας ήταν το πρώτο βήμα, με την αναβάθμιση της Σούδας, του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης και της βάσης στον Βόλο. Κρίσιμες βάσεις, όπως αποδείχτηκε, στον ρωσοουκρανικό πόλεμο.
Το δεύτερο βήμα αποτελεί η ενίσχυση της ΝΑΤΟϊκής συμμάχου Ελλάδας με εξοπλιστικά. Πρώτα και κύρια με την πώληση των F-35, διευρύνοντας ουσιαστικά τον ΝΑΤΟϊκό στόλο στην περιοχή με τα συγκεκριμένα επιθετικά μαχητικά, από τη στιγμή που η Τουρκία ήταν εκτός προγράμματος και συνεχίζει και παραμένει ένας ασταθής σύμμαχος. Κάτι που φάνηκε και στα ανατολίτικα παζάρια που έκανε για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στους κόλπους του ΝΑΤΟ.
Ο Ερντογάν, τα F-16 και η Σουηδία
Ο Ερντογάν από τη μία ήθελε διακαώς την πώληση F-16 για να ενισχύσει την τσακισμένη πολεμική αεροπορία, ειδικά μετά το πραξικόπημα, κάτι που οι ΗΠΑ γνωρίζουν πολύ καλά, παρά τις μεγαλοστομίες του για τουρκικό μαχητικό πέμπτης γενιάς. Η Τουρκία όμως είναι στρατηγικής σημασίας σύμμαχος του ΝΑΤΟ στην περιοχή και δεν θέλουν να τον απομακρύνουν, αλλά ούτε και να τον παροπλίσουν εντελώς, και κάπως έτσι το παζάρι εξελίχθηκε ταυτόχρονα με την πώληση F-35 στην Ελλάδα.
Οι γεωπολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις στην περιοχή αλλά και η σταθερή και ακλόνητη θέση της κυβέρνησης στο πλευρό των ΗΠΑ έφεραν την προσγείωση των F-35 στην Ελλάδα, μαζί με το υπόλοιπο εξοπλιστικό πρόγραμμα που ανακοινώθηκε.