THEPOWERGAME
Με τον υπουργό Δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα, να αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για ορισμένες βελτιωτικές αλλαγές που έχουν προτείνει κόμματα και φορείς και την αντιπολίτευση να ασκεί έντονη κριτική στην κυβέρνηση, εστιάζοντας κυρίως στην προστασία των επικοινωνιών, στις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ και στον ρόλο της ΕΥΠ, ολοκληρώθηκε, σε πρώτη ανάγνωση, η επεξεργασία του νομοσχεδίου με τίτλο «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών».
Κλείνοντας τη συζήτηση, ο κ. Τσιάρας απέρριψε τις αιτιάσεις του γενικού εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Τζανακόπουλου, ότι «το νομοσχέδιο ήταν ανάγκη των καιρών λόγω των αποκαλύψεων για τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων», αντιτείνοντας ότι «ο πρωθυπουργός από τον Αύγουστο είχε προαναγγείλει νομοθετική ρύθμιση και κατηγόρησε την αξιωματική αντιπολίτευση για προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων.
«Ερχόμαστε με ένα συνεκτικό νομοθετικό πλαίσιο να αντιμετωπίσουμε όλα τα ζητήματα της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών και μάλιστα να τα εντάξουμε όλα αυτά μέσα από την ταυτόχρονη πραγματική δυνατότητα τόσο της ΕΥΠ όσο και της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας. Οι τοποθετήσεις των περισσοτέρων ήταν σε μία μονοδιάστατη λογική να βλέπουν μόνο την ΕΥΠ χωρίς να βλέπουν την Αντιτρομοκρατική», ανέφερε χαρακτηριστικά και έδωσε έμφαση στη συγκρότηση τριμελούς Συμβουλίου που θα αποφασίζει για την άρση του απορρήτου.
«Ειδικά τα θέματα της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας απαιτούν την άμεση επέμβαση. Ακόμα και ώρες να χαθούν, θα χαθεί πολύτιμο υλικό προκειμένου να εξιχνιαστεί και να τεκμηριωθεί μια υπόθεση. Αν θεωρούμε ότι αυτά θα τα βάλουμε σε ένα τσουβάλι και το αποτέλεσμα θα είναι οι υπηρεσίες να μην μπορούν να διατελέσουν το έργο τους και να προστατεύσουν το εθνικό συμφέρον, τότε βλέπετε μονοδιάστατα το ζήτημα. Άκουσα επιχειρήματα που προφανώς δεν λαμβάνουν υπόψη τη συνολική διάσταση του λόγου για τον οποίο αίρεται το απόρρητο των επικοινωνιών. Είναι η λογική της υπερ-απλούστευσης», ανέφερε ο κ. Τσιάρας.
Απαντώντας, κυρίως στην κριτική του ΣΥΡΙΖΑ, αντέτεινε ότι «για πρώτη φορά διασφαλίζεται και θεσμικά η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των πολιτικών προσώπων, καλώντας τον να απαντήσει γιατί ως κυβέρνηση κατάργησε τον έναν εισαγγελέα και έμεινε μόνο ένας».
«Για πρώτη φορά γίνεται προσπάθεια να υπάρχει διαφανής, ουσιαστικός και θεσμικός έλεγχος της συγκεκριμένης διαδικασίας. Και με την επαναφορά ελέγχου από τους δύο εισαγγελείς και με τον πρόεδρο της Βουλής και μέσα από διαδικασίες που ποτέ στο παρελθόν δεν προβλέπονταν με συγκεκριμένο τρόπο», τόνισε ο κ. Τσιάρας και συμπλήρωσε:
«Για πρώτη φορά ξεφεύγουμε από τα στεγανά του 1994 και προσδιορίζουμε ένα πλαίσιο που προφανώς έχει ανάγκη και η ίδια η ελληνική πραγματικότητα. Αν αυτό δεν είναι ένα βήμα μέσα από το οποίο κατοχυρώνονται και η διαφάνεια και η ακεραιότητα των διαδικασιών είναι ένα ερώτημα που θα του απαντήσουν οι πολίτες. Διότι για πρώτη φορά ερχόμαστε να καθορίσουμε με σαφή τρόπο όλες τις διαδικασίες που αφορούν και στα πολιτικά πρόσωπα και στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και στα θέματα που αφορούν στην κυβερνοασφάλεια και στα προσωπικά δεδομένα. Έπρεπε να κάνουμε ταυτόχρονα όλα αυτά τα βήματα, προκειμένου να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο».
Απαντώντας στο θέμα της έννοιας της εθνικής ασφάλειας, που, όπως σημείωσε, «μονοπώλησε τις συζητήσεις», αντέτεινε ότι «το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δίνει τις έννοιες και ορίζει ότι η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους-μέλους».
«Η ευθύνη αυτή ανταποκρίνεται στο πρωταρχικό συμφέρον της προστασίας των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας και περιλαμβάνει την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας. Και ειδικότερα να απειλήσουν άμεσα τον πληθυσμό, την κοινωνία ή το ίδιο το κράτος, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι τρομοκρατικές δραστηριότητες. Αυτό ορίζει η συνθήκη. Και εμείς προχωρήσαμε σε μια πολύ πιο στενή προσέγγιση αυτής της έννοιας σε σχέση με το ευρωπαϊκό δικαστήριο. Υπάρχει ευρεία έννοια του ορισμού της εθνικής ασφάλειας. Η εκτίμηση είναι ότι έχουμε προσδιορίσει την εθνική ασφάλεια σε μια πολύ πιο στενή προσέγγιση από αυτήν που συγκεκριμένα έχει καθορίσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν όμως θεωρείτε ότι πρέπει να το στενέψουμε, εδώ είμαστε να σας ακούσουμε
Ο όρος εθνικής ασφάλειας μετά τη διαβούλευση έχει περιοριστεί σημαντικά και έγινε πολύ πιο συγκεκριμένος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός Δικαιοσύνης .
Αιτιολογώντας «γιατί δεν κρίθηκε σκόπιμο να εγκρίνεται από το δικαστικό συμβούλιο η εισαγγελική διάταξη όταν η άρση απορρήτου επιβάλλεται για λόγους εθνικής ασφάλειας», ο κ. Τσιάρας υποστήριξε ότι «η διπλή έγκριση της άρσης απορρήτου από δύο ανώτατους εισαγγελείς παρέχει με τρόπο άμεσο, ευέλικτο, εμπιστευτικό τα εχέγγυα ανεξάρτητης και αμερόληπτης κρίσης δικαστικού λειτουργού και αυτό διασφαλίζει απόλυτα τη διαδικασία».
«Πρέπει επίσης να λάβει κανείς υπόψη του την ταχύτητα με την οποία πρέπει να υλοποιούνται οι εισαγγελικές διατάξεις. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και χρήσιμο και είναι ο λόγος για τον οποίο υπήρξε γενικότερος προβληματισμός για το αν έπρεπε να υπάρχει δεύτερος αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ή εισαγγελέας Εφετών. Αλλά ειδικά για τα θέματα της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας είναι θέμα λεπτών, ενδεχομένως και ωρών να εξιχνιαστούν εγκλήματα, να προλάβουμε ενδεχομένως, και να υπάρχει συνεχής δυνατότητα όλων αυτών των υπηρεσιών να ανταποκριθούν στον ρόλο τους», συμπλήρωσε.
Απαντώντας στην κριτική ότι είναι μεγάλο το χρονικό διάστημα των τριών ετών για την ενημέρωση του προσώπου στο οποίο έγινε η άρση απορρήτου του για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο κ. Τσιάρας σημείωσε ότι «στην πραγματικότητα μέχρι το 2021 η ενημέρωση ήταν στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και μόνο εφόσον δεν υπήρχε διακύβευση του σκοπού για τον οποίο διατάχθηκε η άρση».
«Το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά σύνθετο γιατί πρέπει να συναιρεί δικαιώματα, αλλά και την αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας όταν πρόκειται για υψηλού επιπέδου κινδύνους.
Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχουμε υπόψη μας. Με το νομοσχέδιο προτείνεται η ενημέρωση του υποκειμένου να γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίον διατάχθηκε η άρση και μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση της. Η τριετία ορίζεται ως εύλογος λόγος και ακολουθεί τις καλές πρακτικές άλλων χωρών του εξωτερικού, ώστε να υφίσταται απόσταση από τα γεγονότα ύψιστης εθνικής ασφάλειας», υποστήριξε ο κ. Τσιάρας.
Παράλληλα υπεραμύνθηκε του Τριμελούς Συμβουλίου και τόνισε ότι «ύστερα από τρία χρόνια θα είναι άλλος ο εισαγγελέας στην ΕΥΠ και άλλος ο δεύτερος εισαγγελέας».
«Βεβαίως, ο πρόεδρος της Ανεξάρτητης Αρχής, τουλάχιστον θεωρητικά, προστατεύεται και από τη συνταγματική ακεραιότητα, αλλά και από το αδιάβλητο της δικής του κρίσης», σημείωσε.
Στο θέμα των απαγορεύσεων για την κατοχή και εμπορία κακόβουλων λογισμικών, ανέφερε ότι «στην πραγματικότητα το ισχύον άρθρο δεν κάλυπτε απολύτως την παραβίαση του απόρρητου των ιδιωτικών επικοινωνιών, ενώ τώρα η νέα διάταξη αφορά κάθε λογισμικό ή συσκευή που παρεμβαίνει σε ιδιωτικές επικοινωνίες».
«Αυτό που προτείνουμε με το νομοσχέδιο είναι να επανέλθει με αυστηρότερο και αναβαθμισμένα ποινικά περιεχόμενο η διάταξη που καταργήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και αφορά την καθολική απαγόρευση εμπορίας, διάθεσης και κατοχής λογισμικών παρακολούθησης ατομικών επικοινωνιών», τόνισε.
«Είναι προφανές ότι σε μια κοινοβουλευτική συζήτηση θα ακούγονται πράγματα ακραία που ενδεχομένως απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Στο τέλος, όμως, αυτός που μας κρίνει είναι ο ελληνικός λαός. Και η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες πολίτες θυμούνται, συγκρίνουν, έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν πώς θέλουν να είναι η συνέχεια της δικής τους ζωής, ποια κοινωνία ονειρεύονται και ποια κοινωνία θα διαμορφωθεί ανάλογα με τις προτάσεις των κομμάτων. Και επειδή με μεγάλη ευκολία κάποιοι και από αυτό το βήμα και σε οποιαδήποτε ευκαιρία δημόσιου λόγου μπορούν να αλλάζουν τη θέση τους, όλα αυτά είναι θέματα που πολύ σύντομα θα τα βρούμε μπροστά μας. Άλλωστε και ο ίδιος ο χρόνος μάς θέτει μπροστά σε εξελίξεις και γεγονότα για τα οποία οι Έλληνες πολίτες θα κρίνουν και θα αποφασίσουν. Και τότε βεβαίως θα είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να σεβαστούμε και την κρίση και την άποψη της κοινωνίας», κατέληξε ο κ. Τσιάρας.