THEPOWERGAME
Σε ένα σύγχρονο «Ελ Ντοράντο» έχει εξελιχθεί η αγορά των εμπορευματοκιβωτίων, με τις ναυτιλιακές εταιρείες που λειτουργούν τις τακτικές γραμμές και ασφαλώς και όσους πλοιοκτήτες διαθέτουν πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, να αποτελούν τους μεγάλους κερδισμένους από τα ζητήματα που έχουν προκληθεί στην εφοδιαστική αλυσίδα εξαιτίας της πανδημίας.
Μόνο κατά την διάρκεια των τελευταίων τριών μηνών (Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος), οι ναύλοι στην σποτ αγορά έχουν εκτοξευτεί κατά 70% και πλέον αναμένονται τιμές έως και 20.000 δολαρίων σε ορισμένες γραμμές.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της βρετανικής εταιρείας ναυτιλιακών μελετών Drewry, η οποία δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες, το κόστος για μεταφορά ενός κοντέινερ από την Ασία στην Δυτική Ακτή των ΗΠΑ ανερχόταν σε 4.000 δολάρια πέρσι τον Σεπτέμβριο, προτού αυξηθεί σε 5.000 δολάρια φέτος τον Μάιο, ακολούθως σε 6.000 δολάρια, μετά σε 8.000 δολάρια προς το τέλος Ιουνίου και πλέον τις ημέρες που διανύουμε, έχει διαμορφωθεί σε 9.000 δολάρια! Μάλιστα, για νέες παραγγελίες, έχουν αρχίσει να ακούγονται φήμες ακόμα και 15.000 δολάρια, σε περιπτώσεις παραγγελιών της τελευταίας στιγμής.
Αντίστοιχα, για δρομολόγια από την Ασία στην Ευρώπη, που ενδιαφέρει και τους Έλληνες εισαγωγείς, το κόστος από λιμάνι σε λιμάνι στην σποτ αγορά (π.χ. Σαγκάη-Ρότερνταμ), έχει πλέον ξεπεράσει τα 12.000 δολάρια. Κατά μέσο όρο, παγκοσμίως, η μέση τιμή για την μεταφορά ενός κοντέινερ διά θαλάσσης έχουν υπερτετραπλασιαστεί σε σχέση με πριν από ένα χρόνο, αγγίζοντας τα 8.400 δολάρια στις αρχές Ιουλίου. Πρόκειται δε για μια αύξηση της τάξεως του 53,5% σε σχέση με τις αρχές του Μαΐου, δηλαδή μόλις πριν από δύο μήνες, με τον ρυθμό της ανόδου να χαρακτηρίζεται «ιστορικά υψηλός».
Η άνοδος αυτή οφείλεται στην τεράστια ζήτηση συγκριτικά με την προσφορά. Μεταφορικές εταιρείες αναφέρουν ότι για να γίνει κράτηση ενός κοντέινερ σε ένα πλοίο που εξυπηρετεί την γραμμή Ασία-Ευρώπη, θα πρέπει ο προγραμματισμός να ξεκινήσει τουλάχιστον δύο μήνες πριν. Δηλαδή, αν μια εισαγωγική θέλει να υποβάλλει μια παραγγελία σήμερα, θα πρέπει να περιμένει τουλάχιστον δύο μήνες (δηλαδή στις αρχές Σεπτεμβρίου), προτού μπορέσει να βρει έστω θέση σε κάποιο από τα πλοία. Στη συνέχεια, υπολογίζονται επιπλέον δύο-τέσσερις εβδομάδες για την διάρκεια του διάπλου, τον εκτελωνισμό και την παράδοση στις αποθήκες της εταιρείες. Εν ολίγοις, παραγγελίες που υποβάλλονται σήμερα, εκτιμάται ότι θα παραδοθούν (υπολογίζοντας και τον χρόνο εκτέλεσης από το εργοστάσιο) τον προσεχή Οκτώβριο το νωρίτερο. Αυτός είναι και ο λόγος που ήδη γίνεται λόγος για κίνδυνο ελλείψεων στην αγορά την περίοδο των Χριστουγέννων, αν δεν υπάρξει βελτίωση των συνθηκών στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Άλλωστε, οι καθυστερήσεις των πλοίων βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας ναυτιλιακών ερευνών Sea-Intelligence ApS, κατά το πρώτο πεντάμηνο του 2021, 695 πλοία καθυστέρησαν πάνω από μια εβδομάδα από την προγραμματισμένη πλεύση τους στα λιμάνια της δυτικής ακτής των ΗΠΑ. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος των καθυστερήσεων, αρκεί να λάβει υπόψη του ότι από το 2012 μέχρι το 2020, ο σχετικός αριθμός πλοίων με καθυστερημένες αφίξεις τουλάχιστον μιας εβδομάδας υπολογίζεται σε μόλις 1.535.
Όπως τονίζουν στελέχη του ναυτιλιακού κλάδου, το αυξημένο μεταφορικό κόστος και οι καθυστερήσεις οφείλονται στη διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας, λόγω της πανδημίας, που με την σειρά της προκάλεσε καθυστερήσεις στα λιμάνια και τα χερσαία δίκτυα διανομής, καθώς οι μεγάλοι όμιλοι λιανικής και παραγωγοί στις δυτικές οικονομίες, έσπευσαν με μαζικό τρόπο να αναπληρώσουν τα αποθέματά τους μετά την πανδημία. Από το προηγούμενο καλοκαίρι, όταν στην παραπάνω «εξίσωση» προστέθηκε και η αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης, οι ναύλοι ξεκίνησαν την ξέφρενη πορεία τους, που βρίσκεται πλέον στο αποκορύφωμά της. Εν τω μεταξύ, γεγονότα όπως το μπλοκάρισμα της Διώρυγας του Σουέζ, τον Μάρτιο και άλλα σημαντικά «μποτιλιαρίσματα» σε κόμβους εισόδου προϊόντων (π.χ. Νότια Καλιφόρνια και το κινεζικό λιμάνι του Γιαντιάν), καθυστέρησαν πλειάδα πλοίων επί μέρες, ή ακόμα και εβδομάδες κάθε φορά, δημιουργώντας μια αλυσίδα πρόσθετων καθυστερήσεων. Πλέον, οι περισσότεροι φορείς της αγοράς δεν αναμένουν κάποια βελτίωση της κατάστασης μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 2022.