Οι παραγγελίες για πλοία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου (bulk carriers) έχουν σημειώσει σημαντική πτώση το πρώτο δίμηνο του 2025. Σύμφωνα με τη ναυτιλιακή οργάνωση Bimco, η δραματική επιβράδυνση έφτασε σε κρίσιμο σημείο τον Φεβρουάριο, καθώς δεν καταγράφηκε καμία νέα παραγγελία πλοίων, ενώ συνολικά οι παραγγελίες μειώθηκαν κατά 92% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Αυτή η πτώση σηματοδοτεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 30 ετών.
Οι βασικοί λόγοι πίσω από αυτήν την πτώση είναι οι αδύναμοι ναύλοι, οι υψηλές τιμές των νέων πλοίων, οι μεγάλοι χρόνοι παράδοσης και η αβεβαιότητα που επικρατεί στις διεθνείς αγορές ως απόρροια της «καταιγίδας» Τραμπ στο παγκόσμιο εμπόριο. Όπως επισημαίνει ο Filipe Gouveia, διευθυντής ανάλυσης ναυτιλίας της BIMCO, πολλαπλοί παράγοντες συμβάλλουν σε αυτήν την πρωτοφανή πτώση, ενώ αυτές οι συνθήκες αποθαρρύνουν τους πλοιοκτήτες από τη σύναψη νέων συμβάσεων ναυπήγησης.
Η επιβράδυνση στις παραγγελίες νέων πλοίων είχε ξεκινήσει ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του 2024. Κατά την ίδια περίοδο, οι τιμές των μεταχειρισμένων bulk carriers ηλικίας πέντε ετών μειώθηκαν κατά 12% λόγω της πτώσης των ναύλων, ενώ οι τιμές των νεότευκτων πλοίων μειώθηκαν μόνο κατά 1%. Τον Φεβρουάριο του 2025, η αξία ενός πλοίου πέντε ετών εκτιμάται ότι αντιστοιχούσε στο 86% της αξίας ενός νεότευκτου.
Ακόμη, η ζήτηση για πλοία σε άλλους ναυτιλιακούς κλάδους, όπως τα container ships και τα δεξαμενόπλοια, συνέχισε να διατηρεί υψηλές τις τιμές των νεότευκτων πλοίων. Οι περιορισμένοι χρόνοι παράδοσης και η αυξημένη ζήτηση επηρεάζουν ακόμα και τα μικρότερα bulk carriers, με παραγγελίες που τοποθετούνται για παράδοση μετά το 2027, ενώ για τα μεγαλύτερα πλοία η παράδοση αναμένεται το 2028.
Αβέβαιη η πορεία της αγοράς bulk carriers
Η αγορά χύδην ξηρού φορτίου παραμένει αβέβαιη για το μέλλον, με τη ζήτηση για σιδηρομετάλλευμα και άνθρακα να δείχνει αδύναμη. Επιπλέον, η επιστροφή των πλοίων στη διέλευση της Ερυθράς Θάλασσας και οι εμπορικές εντάσεις αποτελούν παράγοντες που ενδέχεται να αποδυναμώσουν περαιτέρω την αγορά.
Ο κλάδος αντιμετωπίζει πρόσθετες προκλήσεις στο μέλλον. «Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της αγοράς χύδην ξηρού φορτίου είναι επί του παρόντος πολύ αβέβαιες» εξηγεί ο Gouveia. Και προσθέτει: «Οι προοπτικές για το σιδηρομετάλλευμα και τον άνθρακα φαίνονται αδύναμες, ενώ μια πιθανή επιστροφή στις κανονικές δρομολογήσεις στην Ερυθρά Θάλασσα και οι αναζωπυρούμενοι εμπορικοί πόλεμοι μπορεί να αποδυναμώσουν περαιτέρω τη ζήτηση».
Όμως, παρά τις αβεβαιότητες, το βιβλίο παραγγελιών για bulk carriers αντιστοιχεί περίπου στο 10% του εν ενεργεία στόλου, ποσοστό που θεωρείται επαρκές για την ανανέωση του στόλου σε μια σταθερή αγορά. Ο στόλος των bulk carriers παραμένει επίσης νεότερος σε σχέση με τα container ships και τα δεξαμενόπλοια, με μόνο ένα μικρό ποσοστό πλοίων να πλησιάζει την ηλικία διάλυσης.
Όσον αφορά το μέλλον, «η ανανέωση του στόλου και η απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα είναι πιθανό να αποτελέσουν τους βασικούς μοχλούς για τη σύναψη συμβάσεων, καθώς η αύξηση της ζήτησης αναμένεται να παραμείνει χαμηλή» συνεχίζει ο Gouveia.

Πλοία μεταφοράς χύδην φορτίου © EPA/STEPHEN MORRISON
Αναμενόμενη ενίσχυση της ζήτησης νεότευκτων πλοίων
Εν τω μεταξύ, ο στόλος των bulk carriers πλησιάζει πλέον τη μέση ηλικία των 13 ετών, γεγονός που καθιστά πολλά από τα υπάρχοντα πλοία λιγότερο ανταγωνιστικά, ειδικά λόγω των αυστηρότερων περιβαλλοντικών κανονισμών που επιβάλλονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι νέοι κανονισμοί απαιτούν τα πλοία να πληρούν πιο αυστηρές προδιαγραφές όσον αφορά τις εκπομπές και την ενεργειακή αποδοτικότητα, κάτι που καθιστά τα παλαιότερα πλοία πιο ακριβά και λιγότερο βιώσιμα οικονομικά.
Ως αποτέλεσμα, αναμένεται αύξηση του ρυθμού διάλυσης των παλαιότερων πλοίων, καθώς οι πλοιοκτήτες επιλέγουν να αποσύρουν τα παλαιότερα και πιο ρυπογόνα πλοία από τη δραστηριότητα. Αυτός ο παράγοντας, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ανάγκη για νεότευκτα πλοία που πληρούν τις σύγχρονες περιβαλλοντικές απαιτήσεις, αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της ζήτησης για νεότευκτα πλοία τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Bimco, η τάση αυτή θα συνεχίσει να ενισχύεται, καθώς η αγορά θα προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες και απαιτήσεις του κλάδου.