Οι δασμοί που θέτουν οι ΗΠΑ και η επαναλειτουργία της Διώρυγας του Σουέζ φαίνεται πως αποτελούν κύριους παράγοντες για την αλλαγή που θα υπάρξει φέτος στις παγκόσμιες ναυτιλιακές εταιρείες, όπως η AP Moller-Maersk και η Cosco Shipping Holdings, οι οποίες πέρυσι, σύμφωνα με τον απολογισμό τους, σημείωσαν εξαιρετικά κέρδη.
Όσον αφορά την πιθανότητα να ανοίξει ξανά η διαδρομή μέσω της Ερυθράς Θάλασσας και της Διώρυγας του Σουέζ, αυτό μπορεί να επηρεάσει την κίνηση και τα ναύλα. Εάν η κυκλοφορία μέσω του Σουέζ καταστεί πιο ελεύθερη και χωρίς σημαντικές καθυστερήσεις, αυτό ενδέχεται να μειώσει το κόστος μεταφοράς, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τα κέρδη των ναυτιλιακών εταιρειών.
Από την άλλη, οι επιβαλλόμενοι δασμοί από την κυβέρνηση Τραμπ δημιουργούν δυσκολίες στο παγκόσμιο εμπόριο. Η αυξημένη φορολογία στις εισαγωγές μπορεί να προκαλέσει μείωση του εμπορίου, κάτι που αναπόφευκτα θα επηρεάσει την ζήτηση για μεταφορές, μειώνοντας έτσι τα έσοδα για τις ναυτιλιακές εταιρείες.
Οι παράγοντες πίσω από την πτώση
Η πτώση των ναύλων για τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, με σημαντικότερους την κρίση στη Διώρυγα του Σουέζ, την παράκαμψη μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας και την επιβολή αυξημένων δασμών από τις ΗΠΑ.
Η Διώρυγα του Σουέζ αποτελεί ένα από τα πιο στρατηγικά σημεία για το παγκόσμιο εμπόριο, συνδέοντας τη Μεσόγειο με την Ερυθρά Θάλασσα και επιτρέποντας τη σύντομη διαδρομή για τα πλοία μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Οποιοδήποτε πρόβλημα στη λειτουργία της έχει άμεσες συνέπειες για το εμπόριο και τα ναύλα. Όταν η Διώρυγα του Σουέζ έκλεισε για περίπου μία εβδομάδα το 2021 λόγω της προσάραξης του πλοίου Ever Given, υπήρξε σημαντική διαταραχή στις παγκόσμιες μεταφορές. Η διαταραχή αυτή δημιούργησε καθυστερήσεις και κόστος για τις ναυτιλιακές εταιρείες, ενώ πολλές κατευθύνθηκαν στον πιο μακρινό δρόμο μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας.
Η παράκαμψη μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας αποτελεί μια διαδρομή η οποία έχει αποδεχτεί τόσο χρονοβόρα όσο και πηγή αύξησης των τιμών στα ναύλα. Ο χρόνος που απαιτείται για τη διαδρομή μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας είναι περίπου 10 έως 15 ημέρες επιπλέον, κάτι που επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των μεταφορών και αυξάνει τα ναύλα λόγω του μεγαλύτερου χρόνου παράδοσης, ενώ ακόμη, η παράκαμψη αυτή προκαλεί σοβαρές καθυστερήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, με άμεση συνέπεια την αύξηση του κόστους για τις ναυτιλιακές εταιρείες, οι οποίες πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για τη διατήρηση των αποθεμάτων και για τις καθυστερημένες παραδόσεις.
Ακόμη, οι αυξημένοι δασμοί που έχει επιβάλλει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σε κινεζικά προϊόντα είναι ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που επιδρά στα ναύλα και στη ναυτιλιακή αγορά. Αυτοί οι δασμοί επηρεάζουν άμεσα τις ποσότητες των εμπορευμάτων που διακινούνται από την Κίνα προς τις ΗΠΑ, μειώνοντας τη ζήτηση για μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων. Η επιβολή δασμών μπορεί να μειώσει τους όγκους μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων κατά 1,5% έως 2% το 2025 κάτι το οποίο περιορίζει τη ζήτηση για μεταφορές εμπορευμάτων και οδηγεί σε πτώση των ναύλων. Για παράδειγμα, η μείωση των κινεζικών εξαγωγών κατά 6% λόγω των δασμών μπορεί να προκαλέσει μια σημαντική μείωση στα ναύλα, πιέζοντας τις ναυτιλιακές εταιρείες να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες με μειωμένα έσοδα.
Ο αντίκτυπος των δασμών στις ναυτιλιακές εταιρείες για το 2025
Η συνεχής ύπαρξη των δασμών επηρεάζει τη ζήτηση για ναυτιλιακές υπηρεσίες, προκαλώντας πίεση στους ναύλους και δημιουργώντας αβεβαιότητα για το μέλλον της ναυτιλιακής αγοράς. Παρόλο που αρχικά μπορεί να υπάρξουν βραχυπρόθεσμα κέρδη από την εκ των προτέρων μεταφορά εμπορευμάτων πριν την επιβολή των δασμών, η μείωση της μεταφοράς εμπορευμάτων κατά 6% που αναμένεται το 2025 μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των ναύλων κατά 30% έως 40% συγκριτικά με το 2024.
Η COSCO, μια από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές εταιρείες, φαίνεται να πλήττεται περισσότερο, καθώς μεγάλο ποσοστό του στόλου της αποτελείται από κινεζικής κατασκευής πλοία. Οι δασμοί μπορεί να επηρεάσουν τα συγκεκριμένα πλοία, καθώς εξετάζεται η επιβολή επιπλέον φόρων σε αυτά που δένουν σε αμερικανικά λιμάνια. Αυτό ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τη λειτουργία της, μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους και αυξάνοντας τα κόστη για τις ναυτιλιακές υπηρεσίες της εταιρείας. Ειδικότερα, αν οι δασμοί αυξήσουν το κόστος μεταφοράς κατά 10%, η COSCO ενδέχεται να δει μείωση 5-7% στην κερδοφορία της για εκείνες τις διαδρομές. Στην περίπτωση αυτή, η COSCO μπορεί να προσαρμόσει τις τιμές ναύλων κατά 3-5% για να καλύψει τις αυξήσεις του κόστους, ενώ ίσως αναγκαστεί να αλλάξει διαδρομές ή να αναζητήσει νέες αγορές για να μειώσει τις επιπτώσεις από τις μειωμένες εξαγωγές.
Άλλες ναυτιλιακές εταιρείες, όπως η Maersk, έχουν ήδη προβλέψει σημαντική πτώση στα κέρδη τους το 2025, με εκτιμώμενα κέρδη 6 έως 9 δισ. δολάρια έναντι των 12,1 δισ. δολαρίων το 2024.
Η αβεβαιότητα στις τιμές
Η ανάλυση της τιμολογιακής αβεβαιότητας και του αντίκτυπου της εμπορικής πολιτικής στις ναυτιλιακές εταιρείες αναδεικνύει τη διάσταση της αβεβαιότητας στην αγορά, ειδικά σε σχέση με τις δασμολογικές πολιτικές και την επίδρασή τους στις εμπορικές ροές. Αν και οι ναυτιλιακές εταιρείες θεωρούν πως η επαναλειτουργία της Διώρυγας του Σουέζ θα έχει θετικό αντίκτυπο στις τιμές spot, υπάρχουν λιγότερες βεβαιότητες σχετικά με τις συνέπειες των δασμών. Η επαναλειτουργία της Διώρυγας διευκολύνει τη ναυτιλία και τη διακίνηση εμπορευμάτων, όμως οι δασμοί παραμένουν μια απειλή για τις εμπορικές ροές και την αγορά γενικότερα.
Η Hapag-Lloyd, αν και αναγνωρίζει τις επιπτώσεις των δασμών στις εμπορικές ροές, θεωρεί πως οι συνέπειες μπορεί να μην είναι τόσο αρνητικές, καθώς οι δασμοί ενδέχεται να οδηγήσουν σε αλλαγές στις ροές και όχι σε δραστική μείωση του παγκόσμιου εμπορίου. Η εμπειρία από την πρώτη θητεία του Τραμπ στην εξουσία δείχνει ότι οι δασμοί δεν είχαν πάντα μόνιμο αντίκτυπο στην συνολική εμπορική δραστηριότητα. Η CMA CGM, με την σειρά της, είναι πιο προσεκτική και παρακολουθεί στενά την κατάσταση. Ειδικά για τις εμπορικές ροές από την Κίνα προς τις δυτικές οικονομίες, οποιαδήποτε αλλαγή στην πολιτική, ειδικά εάν αφορά την Κίνα, αναμένεται να έχει ευρύτερο αντίκτυπο σε όλους τους παίκτες της αγοράς.
Την ίδια στιγμή η ναυτιλία της Ελλάδας, ενδέχεται να αντιμετωπίσει και εκείνη προβλήματα καθώς περισσότερο από το 65% των παραγγελιών των Ελλήνων πλοιοκτητών γίνεται στην Κίνα (υπενθυμίζουμε πως το ύψος των δασμών θα φτάσει το 1 εκατ. σε δολάρια). Η εξάρτηση αυτή από την κινεζική ναυπηγική βιομηχανία καθιστά την ελληνική ναυτιλία ιδιαίτερα ευάλωτη στην επιβολή τέτοιων τελών.
Η συνολική εικόνα λοιπόν μας δείχνει μια αγορά ναυτιλίας που είναι ευάλωτη στις αλλαγές του εμπορικού τοπίου, αλλά και αρκετά ευέλικτη ώστε να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, είτε πρόκειται για την επαναλειτουργία της Διώρυγας του Σουέζ, είτε για τις πολιτικές δασμών που επηρεάζουν τις εμπορικές ροές.