THEPOWERGAME
Σημαντικές προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης και συμβολής στην ελληνική οικονομία, εντοπίζει για τον κλάδο της ποντοπόρου ναυτιλίας, ανάλυση της Mckinsey. Σύμφωνα με αυτήν, οι ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες θα μπορούσαν να αναλάβουν τον ρόλο της διαχείρισης πλοίων για λογαριασμό, τρίτων εταιρειών του εξωτερικού, μεγεθύνοντας σημαντικά το οικονομικό τους αποτύπωμα στην χώρα. Με βάση τα στοιχεία της εταιρείας, «η Αθήνα είναι το μεγαλύτερο κέντρο διαχείρισης πλοίων παγκοσμίως, ελέγχοντας πάνω από 5.000 ποντοπόρα πλοία, εκ των οποίων το 90% είναι ελληνόκτητα. Αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο 10%, ή 500 πλοία ανήκουν σε τρίτες εταιρείες του εξωτερικού. Στον αντίποδα, τα μεγάλα ναυτιλιακά κέντρα της Σιγκαπούρης και του Χονγκ Κονγκ διαχειρίζονται κυρίως ξένα πλοία, με το σχετικό ποσοστό να αγγίζει το 70%», αναφέρει η Mckinsey.
Ευκαιρίες ασφαλώς παρουσιάζει και ο κλάδος των ναυπηγείων, ιδίως σε ό,τι αφορά τη δραστηριότητα των συντηρήσεων και των επισκευών, για τα πλοία που περνούν από τη Μεσόγειο. Ένας τρίτος τομέας, που θα μπορούσε να αυξήσει την ανάπτυξη της οικονομίας, είναι η τεχνολογία και ψηφιοποίηση του ναυτιλιακού κλάδου, όπου εισάγεται μια σειρά καινοτομιών σε διάφορα σκέλη της ναυτιλίας, από τον σχεδιασμό των πλοίων, μέχρι την διαχείρισή τους. Μέχρι σήμερα, περίπου το 2% των νεοφυών εταιρειών που σχετίζονται με την ναυτιλία (maritime startups) έχουν ιδρυθεί στην Ελλάδα, ποσοστό που θα μπορούσε να είναι πολύ υψηλότερο, με δεδομένη την θέση της ελληνόκτητης ναυτιλίας στο διεθνές στερέωμα.
Με βάση τα στοιχεία της Mckinsey, σήμερα, η ελληνική ναυτιλία συνεισφέρει περίπου 14 δισ. δολάρια ετησίως στην οικονομίας και απασχολεί 150.000 εργαζόμενους άμεσα κι έμμεσα, μέσω της ναυτιλιακής δραστηριότητας, είτε πρόκειται για μέλη πληρώματος, είτε για στελέχη γραφείου σε τομείς όπως η διαχείριση πλοίων και συνολικά το ναυτιλιακό πλέγμα (π.χ. νηογνώμονες, ναυλομεσίτες, εταιρείες τεχνολογίας με ειδίκευση την ναυτιλία, ασφαλιστικές εταιρείες, προμηθευτές κτλ.). Μάλιστα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι οι περισσότερες από τις θέσεις αυτές είναι υψηλά αμειβόμενες.
Με βάση τα στοιχεία της Mckinsey, τα μικτά ετήσια έσοδα των ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών αγγίζουν τα 40 δισ. δολάρια, ενώ πάνω από 20 εταιρείες ελληνικών συμφερόντων είναι εισηγμένες σε ξένες κεφαλαιαγορές κι έχουν συνολική κεφαλαιοποίηση άνω των 9 δισ. δολαρίων. Επίσης, στα ελληνόκτητα πλοία απασχολούνται και πάνω από 200.000 ξένοι ναυτικοί και μέλη πληρώματος. Ο κλάδος αποτελείται από πάνω από 750 εταιρείες διαχείρισης πλοίων, εκ των οποίων περίπου 100 διαχειρίζονται πάνω από 10 πλοία η καθεμία.
Τα παραπάνω μεγέθη αντανακλώνται και στο μερίδιο που έχει η ελληνόκτητη ναυτιλία στο παγκόσμιο εμπόριο, πέραν ασφαλώς του ότι ελέγχει τον μεγαλύτερο στόλο δεξαμενόπλοιων και πλοίων μεταφοράς LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο). Επίσης, αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο στόλο φορτηγών πλοίων και πλοίων μεταφοράς LPG (υγραέριο). Έτσι, με βάση την ανάλυση της Mckinsey, περίπου το 40% του αργού πετρελαίου που εισάγεται στην Ευρώπη, γίνεται με ελληνικά δεξαμενόπλοια.
Πέραν των λόγων που συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτή, ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Στόλο, όταν η ποντοπόρος ναυτιλία εξελίχθηκε σε βασικό πυλώνα οικονομικής ανάπτυξης κι απασχόλησης, η Mckinsey αποκαλύπτει κι άλλο ένα χαρακτηριστικό στοιχείο, που δεν είναι εύκολα μετρήσιμο, αλλά όμως έχει διαδραματίσει και συνεχίζει να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη του κλάδου. Συγκεκριμένα, μέσα από συνεντεύξεις, η εταιρεία εντοπίζει το ισχυρό αίσθημα του «ανήκειν» και της συνεργασίας που όχι μόνο υπάρχει μεταξύ των ελληνικών εταιρειών, αλλά κι ενθαρρύνεται κιόλας εντός των κόλπων της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ). «Οι εταιρείες συχνά ανταλλάσσουν δεδομένα και πληροφορίες και μετρούν και συγκρίνουν την απόδοσή τους μεταξύ τους. Παράλληλα υπάρχουν και συμμαχίες προμήθειας, που τα ελληνόκτητα πλοία αγοράζουν από κοινού μπογιές και καύσιμα, μοχλεύοντας την αγοραστική τους δύναμη, ώστε να εξασφαλίσουν καλύτερες τιμές», αναφέρει η Mckinsey.
Ένας ακόμα λόγος της επιτυχίας της ελληνικής ναυτιλίας σε ένα τόσο ανταγωνιστικό και διεθνοποιημένο περιβάλλον, είναι ότι οι ελληνικές εταιρείες τείνουν να ακολουθούν μοντέλα λειτουργίας και οργάνωσης, που έχουν δοκιμαστεί στον χρόνο κι εστιάζουν στα πλεονεκτήματά τους και την τεχνογνωσία που έχουν αποκτήσει, που συχνά περιλαμβάνει την κατοχή πλοίων και τεχνική διαχείρισή τους. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική ναυτιλία δεν έχει σταθερά δρομολόγια και προγράμματα άφιξης/αναχώρησης, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευέλικτη και να μπορεί να επωφελείται από ευκαιρίες που μπορούν να παρουσιαστούν ανά πάσα στιγμή.
Σημαντικό είναι επίσης και το στοιχείο της ταχύτητας στην λήψη αποφάσεων. «Πολύ συχνά, ο ιδιοκτήτης μιας ναυτιλιακής εταιρείας στην Ελλάδα, είναι και ο διευθύνων σύμβουλός της. Αυτοί οι ηγέτες, που έχουν σημαντική εμπειρία, ασχολούνται οι ίδιοι με πολλές επιμέρους λεπτομέρειες και έχουν βαθιά εμπλοκή σε όλες τις διοικητικές αποφάσεις. Παράλληλα, το γεγονός ότι οι περισσότερες εταιρείες είναι οικογενειακές επιχειρήσεις, επιτρέπει μεγάλη αυτονομία και ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων, χωρίς ιδιαίτερη γραφειοκρατία, κάτι που επιτρέπει την κεφαλαιοποίηση ευκαιριών στην αγορά, είτε π.χ. στις αγοραπωλησίες πλοίων, είτε στην απασχόληση σε κάποιο συγκεκριμένο δρομολόγιο που τυγχάνει να είναι πολύ επικερδές για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Διαβάστε επίσης
Dua Lipa: Στον δρόμο των πλουσιότερων celebrities της Βρετανίας
Κίνα: Η κρίση των ακινήτων και οι συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία
Κυριαρχία των ΑΠΕ στην Ελλάδα τον Ιούνιο, ρεκόρ στην ΕΕ το α’ εξάμηνο του 2024