THEPOWERGAME
Έως και 1 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση είναι πιθανό να κοστίσει στους Έλληνες πλοιοκτήτες η ένταξη της ναυτιλίας στο σύστημα εμπορίας ρύπων της ΕΕ (ΕU Emissions Trading Scheme – ETS), αρχής γενομένης από φέτος. Σύμφωνα με την εταιρεία ανάλυσης δεδομένων ναυτιλίας (maritime data analytics) OceanScore, ο ελληνικός εφοπλισμός θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια σειρά από προκλήσεις, καθώς θα πρέπει να πιστοποιούνται τα δεδομένα για τις εκπομπές ρύπων του κάθε πλοίου και στη συνέχεια να υποβάλλονται στο σχετικό σύστημα, ώστε να υπολογίζονται τυχόν οφειλές.
Όπως αναφέρει η OceanScore, περίπου 2.135 πλοία, που ελέγχονται από περίπου 400 ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες, αναμένεται ότι θα χρειαστεί να πληρώσουν κάποιο ποσό, με το σύνολο να υπολογίζεται σε 335 εκατ. ευρώ φέτος, ενώ στο μέλλον, και καθώς ο σχετικός κανονισμός θα τεθεί σε πλήρη ισχύ, το τελικό ποσό είναι πιθανό να ανέλθει σε 1 δισ. ευρώ ετησίως.
Με την ένταξη της ναυτιλίας στο σύστημα ETS, όλα τα πλοία που προσεγγίζουν λιμάνια εντός της ΕΕ θα πρέπει να αντισταθμίζουν τις εκπομπές ρύπων διοξειδίου του άνθρακα που παράγουν κατά το ταξίδι τους, μέσω της αγοράς ισοδύναμου αριθμού δικαιωμάτων (EUA). Στο πλαίσιο αυτό, έως τις 31 Μαρτίου του 2025 οι ελληνικές εταιρείες (και όλες οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται εντός ΕΕ) θα πρέπει να υποβάλουν τα συγκεντρωτικά στοιχεία εκπομπών CO2 για το σύνολο του 2024. Στη συνέχεια, κι αφού υπολογιστούν οι σχετικές επιβαρύνσεις, θα πρέπει να καταβάλουν τα σχετικά ποσά στις ευρωπαϊκές αρχές, έως τις 30 Σεπτεμβρίου του 2025.
Η OceanScore εκτιμά ότι οι Έλληνες πλοιοκτήτες θα πρέπει να παραδώσουν 11,96 εκατ. EUAs, με βάση τα στοιχεία από τα ταξίδια του 2022, τόσο για ταξίδια που έγιναν αποκλειστικά εντός των ευρωπαϊκών υδάτων, όσο και για ταξίδια από και προς την ΕΕ. Με δεδομένο ότι η σημερινή τιμή ανά EUA διαμορφώνεται σε 70 ευρώ, το τελικό κόστος για τα ελληνόκτητα πλοία (με βάση τα ταξίδια του 2022) θα ανέλθει σε 335 εκατ. ευρώ για τον πρώτο χρόνο. Ωστόσο, η ένταξη της ναυτιλίας στο σύστημα ETS θα γίνει κλιμακωτά σε βάθος τριετίας, κάτι που σημαίνει ότι το 2025 το αντίστοιχο κόστος θα διαμορφωθεί σε 586 εκατ. ευρώ και το 2026 σε 837 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, μια μικρή αύξηση στις τιμές των δικαιωμάτων θα μπορούσε πολύ εύκολα να ανεβάσει τον συνολικό «λογαριασμό» σε πάνω από 1 δισ. ευρώ.
Αυτό μεταφράζεται σε ένα πρόσθετο μέσο κόστος ρύπων, ύψους σχεδόν 400.000 ευρώ για κάθε πλοίο, αν και όσα πλοία έχουν υιοθετήσει «πράσινες» τεχνολογίες εξοικονόμησης καυσίμων, άρα και ρύπων, αναμένεται να έχουν χαμηλότερη επιβάρυνση, επομένως και χαμηλότερα λειτουργικά έξοδα. Σε κάθε περίπτωση, πολλοί Έλληνες πλοιοκτήτες θα κληθούν να διαχειριστούν ένα σημαντικά υψηλότερο κόστος λειτουργίας, ιδίως όσοι λειτουργούν φορτηγά πλοία και δεξαμενόπλοια. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να αναλάβουν πρωτοβουλίες για τη μείωση του οικονομικού τους κόστους και την έκθεση στην αγορά δικαιωμάτων ρύπων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της OceanScore, πάνω από 500 από τα πλοία που θα επηρεαστούν από τις αλλαγές αυτές βρίσκονται υπό τον έλεγχο των 10 μεγαλύτερων ναυτιλιακών εταιρειών της Ελλάδας. Έτσι, κατά μέσο όρο, μια εταιρεία που διαχειρίζεται 50 πλοία θα πρέπει να καταβάλει 18,5 εκατ. ευρώ ετησίως για να αγοράσει 265.000 δικαιώματα εκπομπών ρύπων, κατά το 2026, που θα είναι και το πρώτο πλήρες έτος ένταξης του κλάδου στο σύστημα EU ETS.
Το ζήτημα που προκύπτει ασφαλώς είναι πώς ακριβώς θα επιμεριστεί το πρόσθετο αυτό κόστος, ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και τον ναυλωτή του πλοίου. Ήδη στην αγορά έχουν αναπτυχθεί εργαλεία, κατ’ αρχάς για τον αυτοματισμό του ακριβούς υπολογισμού των εκπομπών ρύπων και του αντίστοιχου κόστους των δικαιωμάτων, όπως επίσης και της πληρωμής τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι πλοιοκτήτες θα πρέπει να εντάξουν στα ναυλοσύμφωνά τους ειδικούς όρους και ρήτρες σχετικές με το ποιος θα αναλαμβάνει το κόστος για την εξαγορά δικαιωμάτων ρύπων ή πώς θα επιμερίζεται αυτό ανάμεσα στις δύο πλευρές, ώστε να μειώσουν το ρίσκο που αναλαμβάνουν.
Διαβάστε επίσης:
Η Google παραδέχεται διαρροή που εκθέτει τον αλγόριθμο της
Το αφιέρωμα της Wall Street Journal στον Βαγγέλη Μαρινάκη
Ρήγας: Λιγότερα λόγια, περισσότερη δουλειά για τα κοιτάσματα