THEPOWERGAME
Τουλάχιστον μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2024 προβλέπεται ότι θα διαρκέσει η διατάραξη του παγκόσμιου εμπορίου και της εφοδιαστικής αλυσίδας, λόγω της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα, προβλέπει η ING σε σχετική της ανάλυση. Την άποψη αυτήν ενστερνίστηκε στα μέσα της εβδομάδας και ο επικεφαλής της Maersk, της μεγαλύτερης ναυτιλιακής εταιρείας παγκοσμίως. Μιλώντας στο Φόρουμ του Νταβός, ο Βίνσεντ Κλερκ τόνισε ότι η διατάραξη των δρομολογίων θα συνεχιστεί τουλάχιστον για μερικούς ακόμα μήνες.
Μετά την πρόσφατη κλιμάκωση των επιθέσεων των ανταρτών Χούθι και των πυραυλικών επιθέσεων από τις συμμαχικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, τα πλοία που αποφεύγουν την περιοχή αναμένεται να αυξηθούν εκθετικά, επιτείνοντας τις καθυστερήσεις στην παράδοση φορτίων, αλλά και αυξάνοντας το μεταφορικό κόστος. Η μεγαλύτερη απειλή όμως για την παγκόσμια οικονομία έγκειται στην επανεμφάνιση του υψηλού πληθωρισμού, λίγους μόλις μήνες μετά τη σταδιακή υποχώρησή του και ενώ ήδη κάποια εργοστάσια στην Ευρώπη έχουν αρχίσει να μειώνουν τις βάρδιες τους, μια κι έχουν αρχίσει να εμφανίζονται οι πρώτες ελλείψεις σε πρώτες ύλες.
Όπως φαίνεται, πάντως, και ενώ έχει περάσει ένας και πλέον μήνας από το ξέσπασμα της κρίσης, η κατάσταση στην Ερυθρά Θάλασσα μοιάζει να επιδεινώνεται, αντί να βελτιώνεται. Μόνο κατά την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου ο αριθμός των πλοίων που πέρασε από την περιοχή ήταν μειωμένος κατά 41% ή 220 πλοία λιγότερα, συγκριτικά με την αντίστοιχη εβδομάδα του 2023. Ο αριθμός αυτός προβλέπεται ότι θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα, καθώς στην «εξίσωση» θα προστεθούν επίσης τα δεξαμενόπλοια, αλλά και τα φορτηγά πλοία.
Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων εβδομάδων περίπου το 80% των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων που περνούν από την περιοχή έχουν αναδρομολογηθεί. Ωστόσο, σύμφωνα με την Clarksons, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 90% κατά την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου. Η Maersk και η MSC αναδρομολόγησαν πάνω από 60 πλοία τους μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας σε διάστημα μόλις τριών εβδομάδων. Η αποφυγή της Διώρυγας του Σουέζ μεταφράζεται σε περίπου 10-15 ημέρες μεγαλύτερα ταξίδια, κάτι που σημαίνει ότι η προσφορά πλοίων περιορίζεται κατά περίπου 20%-25%. Αν υπολογιστεί ότι από την κρίσιμη αυτή αρτηρία περνά περίπου το 30% του παγκόσμιου εμπορίου, είναι εμφανές ότι απειλείται ευθέως η εφοδιαστική αλυσίδα. Ήδη διεθνείς εμπορικοί όμιλοι, όπως η ΙΚΕΑ και η Next, προχώρησαν πρόσφατα σε προειδοποιήσεις για τις επιπτώσεις της κρίσης αυτής στα αποτελέσματά τους, λόγω μιας ενδεχόμενης έλλειψης αποθεμάτων ή καθυστερήσεων.
Ωστόσο, η επίπτωση στις τιμές των προϊόντων δεν μοιάζει να είναι πολύ μεγάλη, ακόμα και με αυτά τα δεδομένα. Σύμφωνα με την ανάλυση της ING, ακόμα και με τις αυξήσεις που καταγράφονται στο μεταφορικό κόστος, η επίδραση στην τελική τιμή δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη του 5%-10%, ανάλογα με το προϊόν. Είναι όμως σαφές ότι δεν θα πρέπει να αποκλείονται και φαινόμενα κερδοσκοπίας, ανεξάρτητα από το αν π.χ. το προς πώληση προϊόν βρίσκεται ήδη στις αποθήκες προς διάθεση και δεν έχει επηρεαστεί από το υψηλότερο κόστος των τελευταίων ημερών.
Συνολικά, η ING φαίνεται να υιοθετεί ένα σενάριο ήπιας επίπτωσης στο παγκόσμιο εμπόριο, που ούτως ή άλλως έχει εισέλθει σε μια περίοδο χαμηλής ανάπτυξης, καθώς η διεθνής οικονομία έχει επιβραδυνθεί, οι γεωπολιτικές εντάσεις έχουν αυξηθεί και ο προστατευτισμός συνεχίζει να ενισχύεται. Μάλιστα, σύμφωνα με την ING, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του εμπορίου είναι πιθανό να υπολείπεται της μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας για αρκετά ακόμα χρόνια. Αυτό που είναι επίσης σαφές είναι πως οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών θα διατηρήσουν τους μεγάλους χρόνους παράδοσης των προϊόντων και την αναποτελεσματικότητα της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας. Παρ’ όλα αυτά, οι εμπορικοί όμιλοι έχουν αρχίσει να προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, η ING διατηρεί την πρόβλεψή της για την αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου κατά 2,5% το 2024.