THEPOWERGAME
Η Συρία μπορεί να ανοικοδομηθεί από τα έσοδα του ορυκτού πλούτου της εάν αρθούν οι δυτικές κυρώσεις που είχαν επιβληθεί προ 13ετίας λόγω της βίαιης καταστολής των διαδηλώσεων από το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ. Αυτήν την πεποίθηση εκφράζει ο επικεφαλής της Gulfsands Petroleum, Τζον Μπελ, την ώρα που η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε κατάσταση ευφορίας μετά την αιφνίδια πτώση της 50ετούς δυναστείας των Άσαντ στις αρχές Δεκεμβρίου. Αν και οι ΗΠΑ με την ΕΕ τονίζουν πως είναι ακόμη πρώιμη κάθε συζήτηση για την άρση των κυρώσεων, ο πετρελαϊκός κλάδος της Συρίας προσελκύει εκ νέου το ενδιαφέρον ξένων εταιρειών.
Σε αυτή τη φάση, το νέο καθεστώς διακυβέρνησης της Συρίας δεν έχει αποσαφηνιστεί καθώς στην εξέγερση συμμετείχαν διαφορετικές ομάδες ανταρτών, με τον Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζολάνι, ηγέτη της Χαγιάτ Αλ Νούρσα (HTS), να βρίσκεται σε θέση ισχύος, εγκαθιστώντας προσωρινή κυβέρνηση. Η Τουρκία και το Ισραήλ προσπαθούν να εδραιώσουν την επιρροή τους ενώ η Δύση παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και απεύχεται μια νέα κλιμάκωση βίας και μετανάστευσης προς την Ευρώπη.
Απευθυνόμενος στους Financial Times, o Μπελ της Gulfsands, η οποία έχει παρουσία στη Συρία, αλλά δεν εισπράττει έσοδα μετά την επιβολή των δυτικών κυρώσεων, τόνισε πως «αντί να πουλά η χώρα 80.000 βαρέλια την ημέρα έναντι 15 με 16 δολαρίων, θα μπορεί να επαναφέρει την παραγωγή της στα 400.000 βαρέλια». Πρόσθεσε πως έτσι η Συρία θα επιταχύνει την ανάκαμψη της οικονομίας της και θα έχει τη δυνατότητα να επενδύσει σε προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας καθώς θα αυξήσει την πετρελαϊκή παραγωγή της και θα την πουλά στις διεθνείς τιμές. Εκτιμήσεις, ωστόσο, θέλουν τη Συρία να χρειάζεται μια ολόκληρη δεκαετία για να επαναφέρει την πετρελαϊκή παραγωγή της στα επίπεδα του 2011 και μια 20ετία για την ανοικοδόμηση της χώρας.
Τα συμφέροντα της Gulfsands βρίσκονται στην περιοχή Άλ-Χάσακα που ελέγχεται από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), όπου υπερισχύουν οι Κούρδοι. Πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος το 2011, η Gulfsands παρήγαγε περίπου 20.000 βαρέλια, σε ημερήσια βάση, στο πλαίσιο κοινοπραξίας με την κινεζική Sinochem. Παρουσία στη Συρία είχε, επίσης, αναπτύξει η Shell, η οποία κατέχει το 20% των μετοχών της συριακής Al Furat Petroleum. Η Total είχε εξαγοράσει μερίδιο από το κοίτασμα φυσικού αερίου της περιοχής Tabiyeh στην ανατολική όχθη του ποταμού Ευφράτη και ένα ακόμα 20% στη μονάδα παραγωγής πετρελαίου στην ανατολική Συρία. Επίσης, η καναδική Suncor ελέγχει το 50% του κοιτάσματος φυσικού αερίου Έμπλα.
Πριν από τον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στη Συρία προ 13ετίας, το πετρέλαιο και η γεωργία ήταν οι βασικοί πυλώνες της οικονομίας. Αν και τα κοιτάσματα της χώρας είναι αρκετά μικρότερα συγκριτικά με άλλα αραβικά κράτη, οι εξαγωγές πετρελαίου αναλογούσαν στο ένα τέταρτο των κρατικών εσόδων. Ανάλογη ήταν η συνεισφορά της παραγωγής τροφίμων, σύμφωνα με στοιχεία της Deutsche Welle. Παρά τη σκληρότητά του, το καθεστώς Άσαντ είχε χάσει τον έλεγχο της πλειοψηφίας των κοιτασμάτων πετρελαίου από τους αντάρτες, ενώ οι δυτικές κυρώσεις περιόριζαν δραματικά τη δυνατότητα της Δαμασκού να εισπράττει πετρελαϊκά έσοδα. Πέρσι υπολογίζεται η πετρελαϊκή παραγωγή από τα κοιτάσματα που ήλεγχε το καθεστώς Άσαντ περιορίζονταν μόνον στα 9.000 βαρέλια, ημερησίως.
Διαβάστε επίσης
Forbes: Η Αθηναϊκή Ριβιέρα στους κορυφαίους προορισμούς του 2025
Ο ρόλος των εναλλακτικών καυσίμων στις μεταφορές