THEPOWERGAME
Οι συνέργειες ανάμεσα σε ισχυρές τράπεζες και ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity funds) αποτελούν συχνό φαινόμενο, με την πρόσφατη συνεργασία της Citigroup και της Apollo Global Management για τη χρηματοδότηση συμφωνιών 25 δισ. δολαρίων εντός της επόμενης πενταετίας να είναι το πιο ισχυρό παράδειγμα. Πάνω από 50 δισ. δολάρια έχουν επενδυθεί από τράπεζες στον κλάδο των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς του Bloomberg.
Οι συνεργασίες αυτές αντανακλούν ένα κομμάτι των κολοσσών στα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια όπως είναι η Blackstone και η Apollo. Τα αδιάθετα κεφάλαια για δανεισμό, γνωστό στην αργκό των αγορών ως dry powder, υπολογίζονταν σχεδόν στα 1,2 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με την νομική εταιρεία Ropes & Gray.
Παρόλα αυτά οι τράπεζες επωφελούνται καθώς αναλαμβάνουν τον ρόλο διαμεσολαβητή, αξιοποιώντας ένα εκτεταμένο δίκτυο με εταιρικούς πελάτες που έχουν οικοδομήσει στην μακροχρόνια πορεία τους. Τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν χρηματοδότηση από την άφθονη ρευστότητα τους. Αν και δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο καθώς οι συμφωνίες διαφέρουν η μια από την άλλη, οι τράπεζες μπορούν να διατηρήσουν έτσι μια σταθερή εισροή προμηθειών χωρίς να επενδύουν, στα όρια των προστατευτικών δικλείδων που τέθηκαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
«Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται ο κλάδος» δήλωσε ένας από τους προέδρους της Apollo, Τζιμ Ζέλτερ, στο πλαίσιο συνέντευξης που έδωσε στο πρακτορείο Bloomberg. Σε αρχική φάση, η Citi με την Apollo στοχεύουν σε συμφωνίες εντός των ΗΠΑ και σε επενδύσεις εκτός βαθμολογίας. Αφήνουν, όμως, ανοικτό το ενδεχόμενο να επεκταθούν και σε άλλες αγορές, ενώ θα επιδιώξουν τη χρηματοδότηση συμφωνιών έως και 5 δισ. δολαρίων μέσα στο πρώτο έτος.
Αναγνωρίζοντας πως τα private equity funds αποσπούν ένα μεγάλο μέρος συναλλαγών για χρηματοδότηση με μόχλευση, ο Ρίτσαρντ Ζογκχέμπ, επικεφαλής του τομέα αγορών κεφαλαίου της Citi, είπε πως έτσι παραμένουν ενεργοί στη σύναψη συμφωνιών χωρίς να παραβιάζουν το κανονιστικό πλαίσιο για την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Συνήθως μια εταιρεία ζητά από την τράπεζα ένα ομολογιακό δάνειο που μετέπειτα διασπάται σε μικρότερα «τεμάχια» και πωλείται σε θεσμικούς επενδυτές. Όμως λόγω του κανονιστικού πλαισίου μετά την κρίση του 2008, αρκετές εταιρείες κατέφευγαν στα private equity funds για να λάβουν απευθείας χρηματοδότηση. Με τις συνέργειες αυτές, η τράπεζα λειτουργεί ως διαμεσολαβητής και διευκολύνει τη χρηματοδότηση μαζί με εταιρείες private equity.
Έτσι, η Citi με την Goldman Sachs, τη Wells Fargo και άλλες τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τον κλάδο των private equity. Η Wells Fargo ίδρυσε με την Centerbridge Partners ένα κεφάλαιο private equity με ενεργητικό 5 δισ. δολαρίων. Η Societe Generale είχε ανακοινώσει από κοινού επένδυση άνω των 10,8 δισ. δολαρίων με την Brookfield Asset Management. Η Barclays έχει συνεταιριστεί με την AGL Credit Management για την παροχή άμεσων χρηματοδοτήσεων.
Όμως, το μέγεθος των κεφαλαίων των private equity funds πυροδότησε τον προβληματισμό μελών της Γερουσίας έναν χρόνο πριν. «Αντίθετα από τις παραδοσιακές τράπεζες, η αγορά των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων υπάγεται σε μια υποτυπώδη και έμμεση εποπτεία» είχαν γράψει οι Δημοκρατικοί γερουσιαστές Τζακ Ριντ και Σέροντ Μπράουν, σε επιστολή προς την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εγγύησης Καταθέσεων (FDIC) και την Αρχή Εποπτείας των Τραπεζών (OCC). Πρόσθεσαν, μάλιστα, πως η έλλειψη διαφάνειας αυτής της αγοράς συγκαλύπτει τα μεγέθη και τους κινδύνους της.
Διαβάστε επίσης
Αλλάζω Συσκευή για επιχειρήσεις: Ένταξη αγροτών, οι 3 αλλαγές
Οκτώ κορυφαίες ετικέτες ρούμι διαθέσιμες κάτω από 50 ευρώ
Τα πλωτά πυρηνικά στην Ελλάδα και η διαδικασία της αποξήλωσης