THEPOWERGAME
Οι εύποροι καταναλωτές εκδηλώνουν μια σαφή προτίμηση σε προϊόντα πολυτελείας που εγγυώνται αποκλειστικότητα όταν ο ευρύτερος κλάδος της πολυτέλειας δέχεται πλήγμα από την πτώση των πωλήσεων στις αγορές της Ασίας και ειδικότερα στην Κίνα. Αυτή είναι η εικόνα που διαμορφώνεται από τα τελευταία οικονομικά στοιχεία της ιστορικής μάρκας αυτοκινήτων Bentley, όπου η πρωτοφανής αύξηση της ζήτησης για αυτοκίνητα κατά παραγγελία αντιστάθμισε πέρσι την υποχώρηση της κατανάλωσης στην Κίνα.
Οι χαμηλές προοπτικές της αγοράς προϊόντων πολυτελείας στην Κίνα προβληματίζουν τους επενδυτές και έτσι προκλήθηκε την Τετάρτη μεγάλη πτώση των μετοχών στην Ευρώπη. Οι ρευστοποιήσεις θέσεων ξεπέρασαν τα 27 δισ. ευρώ ύστερα από την προειδοποίηση του ομίλου Kering για εξασθένιση των πωλήσεων του οίκου Gucci έως και 20% μέσα στο α’ τρίμηνο του 2024. Η μετοχή της Kering, -μητρική των Gucci, Saint Laurent και Bottega Veneta- σημείωνε απώλειες έως και 15% εν μέσω της συνεδρίασης, συμπαρασύροντας τις μετοχές των LVMH Moet Hennesy Louis Vuitton, Hermes International SCA και Richemont.
Τα κέρδη της Bentley ναι μεν κινήθηκαν πέρσι στα 589 εκατ. ευρώ, δηλαδή ήταν χαμηλότερα από τα 708 εκατ. ευρώ που είχαν ανακοινωθεί το 2022, αλλά είναι σαφώς υψηλότερα σε σχέση με προηγούμενα χρόνια. Ήταν η 2η υψηλότερη κερδοφορία στην ιστορία της Bentley και αποδόθηκε στην «εντυπωσιακή» ζήτηση για αυτοκίνητα κατά παραγγελία, όπως δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Άντριαν Χάλμαρκ. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως τα κέρδη του 2019 είχαν περιοριστεί στα 65 εκατ. ευρώ.
Επτά στους δέκα αγοραστές να πληρώνουν πάνω από 40.000 ευρώ για προσωπικά χαρακτηριστικά σε μια Bentley. Ένας πελάτης, παραδείγματος χάριν, ζήτησε η ξύλινη επένδυση στο σαλόνι του αυτοκινήτου να προέλθει από ιδιόκτητη δασική έκταση, ανέφερε ο Χάλμαρκ στους Financial Times. Ένας άλλος πελάτης τοποθέτησε επένδυση από ανθρακόνημα, συνολικής αξίας 400.000 ευρώ.
Είναι συγκεκριμένα τα προϊόντα για τα οποία η ζήτηση είναι ανελαστική ανεξάρτητα από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες και ειδικότερα αυτή της Κίνας, όπου η κατανάλωση δεν έχει ανακτήσει τη δυναμική της μετά την πανδημία. Στις περσινές πωλήσεις του οίκου Hermes, οι οποίες ενισχύθηκαν κατά 17,5% έναντι εκτιμήσεων για 14%, πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε η ισχυρή ζήτηση για τις τσάντες Birkin και Kelly παρά τις υψηλές τιμές τους, οι οποίες ξεκινούν περίπου από 10.000 δολάρια και μπορεί να φθάσουν μέχρι τα χαμηλά επταψήφια νούμερα.
Ενδεικτικό του κύρους των συγκεκριμένων προϊόντων στην αγορά πολυτέλειας είναι πως ο διευθύνων σύμβουλος της Hermes, Αξέλ Ντουμάς, δήλωσε τον περασμένο μήνα πως ο οίκος σχεδιάζει αύξηση των τιμών στα προϊόντα από 8% έως 9%, κατά μέσον όρο, μέσα στο 2024.
Από την άλλη πλευρά, η προειδοποίηση της Kering για πτώση των πωλήσεων κατά 10% μέσα στο α’ τρίμηνο από πέρσι -και ειδικότερα του οίκου Gucci, ο οποίος εκπροσωπεί τα δυο τρίτα του ομίλου, κατά 20%- επιβεβαίωσε φόβους για τη χαμηλή δυναμική των αγορών στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού. Με ανάλογη επιφυλακτικότητα είχε εκφραστεί ο Μπερνάρ Αρνό, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου LVMH, αν και οι περσινές πωλήσεις ήταν υψηλότερες του αναμενομένου.
Η Kering, η οποία ελέγχεται από τον δισεκατομμυριούχο Φρανσουά-Αντρί Πινό, είχε ανακοινώσει τον περασμένο μήνα πως δρομολογείται αναδιάρθρωση του οίκου Gucci. Προβλέπεται, ως εκ τούτου, μια προσωρινή εξασθένιση των περιθωρίων κέρδους λόγω της χαμηλής διαθεσιμότητας των νέων προϊόντων, όπως υπογράμμισε ο Σαμπάτο ντε Σάρνο, νέος διευθυντής δημιουργικού στην Gucci. Η UBS εκτιμά πως θα είναι μικρότερη η αύξηση των πωλήσεων στον ευρύτερο κλάδο της πολυτέλειας. Θα περιοριστεί, κατά μέσον όρο, στο 5% μέσα στο 2024 ύστερα από οργανική ανάπτυξη της τάξεως του 10%, ετησίως, με αφετηρία το 2016.