THEPOWERGAME
Στην πτώση των τιμών του σιταριού και του καλαμποκιού αποδίδεται, κυρίως, η υποχώρηση του γενικού δείκτη του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) στο χαμηλό τριετίας. Αυτή η καθοδική πορεία στο συνολικό κόστος του καλαθιού αγροτικών εμπορευμάτων που παρακολουθεί ο FAO συνεχίζεται επί έβδομο διαδοχικό μήνα. Με μια αναλυτικότερη ματιά, όμως, παρατηρεί κανείς πως οι επιμέρους τιμές των γαλακτοκομικών, της ζάχαρης και του κρέατος παρουσίασαν άνοδο παρά την πτώση του γενικού δείκτη FAO στο 117,3 από το 118,2 του Ιανουαρίου. Και αυτές οι διαφοροποιήσεις μαρτυρούν ότι υποβόσκουν πιέσεις στο κόστος διαβίωσης.
Το κόστος των τροφίμων, ειδικά, στη λιανική αγορά έχει ήδη σταθεροποιηθεί σε υψηλά επίπεδα τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρώπη. Μετά τη συρρίκνωση των εξαγωγών σιτηρών από την Ουκρανία και τις αναταραχές από τον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας, η επισιτιστική ασφάλεια δεν προβληματίζει μόνον τον παγκόσμιο Νότο. Ναι μεν οι διεθνείς τιμές των αγροτικών εμπορευμάτων έχουν αποδυναμωθεί από το περσινό έτος, αλλά το αυξημένο κόστος των τροφίμων επηρεάζει σημαντικά τα κριτήρια διαβίωσης ακόμη και στη Δύση.
Στις ΗΠΑ, οι τιμές στα παντοπωλεία και τα εστιατόρια αναρριχήθηκαν 2,6% το 12μηνο που έληξε τον Ιανουάριο του 2024, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, καθιστώντας ασύμφορες τις επιχειρήσεις εστίασης σε αρκετές περιπτώσεις. Στην Ευρωζώνη, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα διαμορφώθηκε στο 4% τον Φεβρουάριο παρά την υποχώρηση του γενικού δείκτη στο 2,6%. Μόνον το κόστος του ελαιόλαδου να έχει αυξηθεί 75% από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Σεπτέμβριο του 2023.
Η ΕΕ εξετάζει την επισιτιστική της ασφάλεια
Σενάρια εξετάζονται ακόμη και για την επισιτιστική επάρκεια της EE στο μέλλον λόγω του ευμετάβλητου περιβάλλοντος. Η διαταραχή των ροών του παγκόσμιου εμπορίου λόγω των επιθέσεων των Χούθι της Υεμένης στην Ερυθρά Θάλασσα, η εμπλοκή της Ουκρανίας και της Ρωσίας -δυο χώρες με μεγάλη αγροτική παραγωγή- σε εμπόλεμη κατάσταση, η παρατεταμένη ξηρασία στον ευρωπαϊκό Νότο και ο αυξανόμενος όγκος εισαγωγών στα τρόφιμα που απορροφά η αναδυόμενη μεσαία τάξη της Κίνας συνθέτουν ένα δύσκολο περιβάλλον. Η συσσωρευτική επίδραση ενός συνόλου παραγόντων στην επάρκεια τροφίμων της ΕΕ είναι ένα σενάριο που συζητήθηκε τον περασμένο μήνα στις Βρυξέλλες μεταξύ 60 αξιωματούχων από την ΕΕ και κράτη-μέλη μαζί με εκπροσώπους της αγροτικής βιομηχανίας.
Το διήμερο συνέδριο έλαβε χώρα σε μια περίοδο που η γεωργία στην ΕΕ αντιμετωπίζει προκλήσεις που δεν είναι μονοδιάστατες. Αρχές Φεβρουαρίου, παραδείγματος χάριν, η κυβέρνηση της Καταλονίας κήρυξε την περιφέρεια σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω ξηρασίας επί τρίτο διαδοχικό έτος. Μεταξύ των μέτρων που υιοθετήθηκαν ήταν η μείωση της χρήσης υδάτινων πόρων για άρδευση κατά 80% και κατά το ήμισυ για την κτηνοτροφία. Τον προηγούμενο μήνα ανακοινώθηκε πως η Κίνα, η δεύτερη ισχυρότερη οικονομία του κόσμου, ξεπέρασε τις ΗΠΑ ως ο μεγαλύτερος καταναλωτής αγροτικών προϊόντων και ιχθυοκαλλιέργειας, ενώ οι εισαγωγές σόγιας από τη Βραζιλία ξεπέρασαν πέρσι τους 100 εκατ. κυβικούς τόνους, αντανακλώντας άνοδο τουλάχιστον 16% από το ιστορικό υψηλό του 2021.
Μολονότι η Παγκόσμια Τράπεζα προέβλεψε πρόσφατα πως οι τιμές των αγροτικών εμπορευμάτων στις διεθνείς αγορές θα συνεχίσουν να κινούνται πτωτικά μέσα στο 2024 και το 2025 επειδή βελτιώνονται οι προοπτικές για τις σοδειές, το κόστος των τροφίμων στα ράφια των σούπερ μάρκετ ασκεί πιέσεις στους καταναλωτές. Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, «οι τιμές των τροφίμων, προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό, βρέθηκαν πέρσι σε επίπεδα που είναι συγκρίσιμα με τις ισχυρές ανατιμήσεις του 2007-08 και του 2011-12».