THEPOWERGAME
Ενδελεχή έρευνα για την αγορά κατοικίας ξεκίνησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Μεγάλης Βρετανίας, με επίκεντρο οκτώ από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες της χώρας, προκειμένου να τεκμηριώσει εάν ισχύουν ενδείξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών πάνω στις πωλήσεις και τις τιμές στην αγορά. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν εκπληρώνονται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για υγιή ανταγωνισμό.
Αν και η αρμόδια αρχή (Competition and Markera Authority, CMA) διευκρίνισε πως ο βασικότερος λόγος για την ανεπάρκεια στην προσφορά κατοικιών στη Βρετανία είναι το «περίπλοκο και απρόβλεπτο σύστημα σχεδιασμού» των οικιστικών περιοχών, εγείρεται επίσης ζήτημα για το εάν η παραγωγή εξαρτάται από την «κερδοσκοπική ανάπτυξη» του ιδιωτικού κλάδου. Ο Τομ Σμιθ, δικηγόρος ανταγωνισμού στην Geradin Partners και πρώην νομικός σύμβουλος της CMA, δήλωσε στους Financial Times πως η έρευνα αυτή «μπορεί να καταλήξει σε μεγάλα πρόστιμα και μακρές δικαστικές διαμάχες».
Η ανεπάρκεια στην προσφορά κατοικιών έχει αναδειχθεί σε μείζον πολιτικό ζήτημα στη Βρετανία, σε μια περίοδο που υπάρχει βαθιά δυσαρέσκεια για τη γενικότερη διακυβέρνηση των Συντηρητικών. Μετά το Brexit και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το κόστος διαβίωσης των Βρετανών έχει αυξηθεί σημαντικά, με τα ενοίκια να γίνονται ακριβότερα, μαζί με το κόστος των τροφίμων και του ηλεκτρικού ρεύματος. Πέρυσι καταγράφηκε αύξηση μισθωμάτων κατά 9,7%, ακολουθώντας ανοδική πορεία επί τρίτο διαδοχικό έτος. Αν και η περσινή αύξηση ήταν μικρότερη από το 2022, τα εισοδήματα των Βρετανών ενισχύθηκαν λιγότερο και ειδικότερα κατά 7,9%, σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας.
Πρόσφατη έρευνα του μη κυβερνητικού οργανισμού Centre for Cities καταλήγει στο συμπέρασμα πως το ποσοστό των κενών χώρων είναι χαμηλότερο του 1%, με αποτέλεσμα να υπάρχει «έλλειμμα» στέγης 4,3 εκατ. κατοικιών. Είχε υπολογιστεί προ ενός έτους πως αυτό το έλλειμμα θα χρειαστεί τουλάχιστον μια 50ετία για να αναπληρωθεί, ακόμη και αν υλοποιηθεί ο στόχος της κυβέρνησης για την ανέγερση 300.000 κατοικιών ετησίως. Όμως ακόμη και η υλοποίηση αυτού του στόχου απέχει από την πραγματικότητα. Πέρσι κατασκευάστηκαν περίπου 250.000 κατοικίες.
Με αυτά τα δεδομένα, η έρευνα της CMA αποκτά μεγάλη σημασία, διότι έτσι θα μπορούν να δοθούν απαντήσεις γι’ αυτήν «την επίμονα ανεπαρκή παράδοση κατοικιών». Στο στόχαστρο μπαίνουν οι εξής εταιρείες: Barratt, Bellway, Berkeley, Bloor Himes, Persimmon, Redrow, Taylor Wimpey και Vistry. Η πρώτη αποτίμηση της κατάστασης αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί έως τον Δεκέμβριο, με τη CMA, ωστόσο, να προτείνει στην κυβέρνηση του Ρίσι Σούνακ να υιοθετήσει περαιτέρω μέτρα για την προστασία των καταναλωτών.
«Εν τέλει ένα μεγάλο μέρος των αποφάσεων για τη βελτίωση της αγοράς κατοικίας θα πρέπει να ληφθεί από τις κυβερνήσεις», δήλωσε η διευθύνουσα σύμβουλος της CMA, Σάρα Κάρντελ, στο τηλεοπτικό δίκτυο του Bloomberg. Mε την είδηση αυτήν, οι μετοχές του κλάδου σημείωσαν πτώση, καθώς η CMA μπορεί να επιβάλει πρόστιμο έως και 10% των ετήσιων εσόδων τους. Σε αρχική φάση η έρευνα της CMA συμπεραίνει πως το περίπλοκο κανονιστικό πλαίσιο και η βραδύτητα στη λήψη αποφάσεων παρεμποδίζουν την παράδοση νέων κατοικιών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις μικρές κατασκευαστικές εταιρείες.