THEPOWERGAME
Ο ΟΟΣΑ παροτρύνει τα κράτη-μέλη να εγκρίνουν τη συνθήκη για τη φορολόγηση των πολυεθνικών ομίλων και ειδικότερα των τεχνολογικών κολοσσών, που εδώ και χρόνια ξεγλιστρούν από τις χώρες με υψηλότερους συντελεστές, παρά το ότι αντλούν σημαντικά έσοδα από τις αγορές τους. Η νέα συνθήκη ανακοινώθηκε την Τετάρτη και ενσωματώνει μεταρρυθμίσεις για την άντληση από 17 δισ. έως και 32 δισ. δολαρίων σε επιπλέον φορολογικά έσοδα, ανά έτος, σύμφωνα με προβλέψεις του διεθνούς οργανισμού.
Για να τεθεί η συνθήκη, όμως, σε διεθνή ισχύ θα πρέπει υπογραφεί τουλάχιστον από 30 δικαιοδοσίες που «φιλοξενούν» τα κεντρικά γραφεία έστω του 60% των περίπου 100 εταιρειών που επηρεάζονται από τα μέτρα αυτά. Η Ιρλανδία, παραδείγματος χάριν, είχε ανακοινώσει τον Οκτώβριο του 2021 -όταν λάμβαναν χώρα οι σχετικές διαπραγματεύσεις μεταξύ περίπου 30 χωρών- πως θα αποδεχτεί τους όρους της συμφωνίας του ΟΟΣΑ παρά τις αρχικές επιφυλάξεις. Σκεπτικές είναι σήμερα η Ινδία και η Βραζιλία.
Να σημειωθεί πως η επίμαχη συνθήκη αντιπροσωπεύει έναν από τους δύο πυλώνες της συμφωνίας του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής. O ελάχιστος φορολογικός συντελεστής στο 15% είναι ο 2ος πυλώνας, τον οποίο έχει αποδεχτεί η ΕΕ, αλλά το αμερικανικό Κογκρέσο διστάζει ακόμη.
Απώτερος στόχος της συνθήκης είναι να ανακατανεμηθούν, συνολικά, ετήσια κέρδη της τάξεως των 200 δισ. δολαρίων. Ισχυροί όμιλοι εδώ και χρόνια μεταφέρουν τα κέρδη τους σε χώρες με χαμηλούς συντελεστές, εγκαθιστώντας εκεί τη φορολογική έδρα τους. Τα μέτρα, αναλυτικά, αφορούν πολυεθνικές με ετήσιο τζίρο άνω των 20 δισ. δολαρίων και περιθώρια κέρδους μεγαλύτερα του 10%. Σε όσους ομίλους πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις, θα φορολογείται το 25% των κερδών που υπερβαίνει το περιθώριο του 10% στις χώρες όπου καταγράφονται οι πωλήσεις τους.
Το σχετικό έγγραφο της συνθήκης για τον δικαιότερο καταμερισμό των φόρων από τα κέρδη των πολυεθνικών θα μεταβιβαστεί, σύμφωνα με τους Financial Times, στους υπουργούς Οικονομικών και τους κεντρικούς τραπεζίτες των G20, δηλαδή των 20 ισχυρότερων οικονομιών του ανεπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Στην Ευρώπη τα κράτη-μέλη που επωφελούνται από τη μεταφορά των κερδών των πολυεθνικών στις δικαιοδοσίες τους επί σειρά ετών είναι η Ολλανδία, η Ιρλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα και η Κύπρος. Η Ιρλανδία δε είναι μία από τις χώρες που εδώ και χρόνια έχει συγκεντρώσει τη φορολογική έδρα τεχνολογικών κολοσσών στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Google. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι πολυεθνικές, οι οποίες είναι εταιρείες με ετήσιο τζίρο τουλάχιστον 750 εκατ. δολαρίων, κατέβαλαν το 67% του συνόλου φόρων για το έτος 2017 στην Ιρλανδία.
Τις μεγαλύτερες ετήσιες απώλειες από τη φοροαποφυγή έχουν υποστεί η Γερμανία (18 δισ. ευρώ), η Βρετανία (14 δισ. ευρώ) και η Γαλλία (11 δισ. ευρώ), σύμφωνα με έρευνα του Πολωνικού Οικονομικού Ινστιτούτου που δημοσιεύτηκε προ τριετίας. Από φορολογικά έσοδα 170 δισ. ευρώ που χάνουν τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ετησίως, τα 60 δισ. αποδίδονται στη μεταφορά κερδών από μια δικαιοδοσία στην άλλη. Ουσιαστικά, οι πολυεθνικοί όμιλοι και ειδικότερα οι τεχνολογικοί κολοσσοί έχουν αναπτύξει ένα δαιδαλώδες σύστημα για την οριστική καταγραφή των εσόδων σε χώρες με ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Και εκεί εντοπιζόταν η πρακτική δυσκολία για τη φορολόγησή τους.
Εάν η συνθήκη δεν υπογραφεί εντός του έτους, τότε αυτόματα μεμονωμένες χώρες θα έχουν το δικαίωμα να εφαρμόσουν φόρους στις ψηφιακές υπηρεσίες. Κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως η Γαλλία και η Ισπανία, είχαν αναβάλει τα σχέδια αυτά λόγω της συμφωνίας του ΟΟΣΑ. Όμως, η συμφωνία αυτή θα πρέπει να γίνει πράξη.