THEPOWERGAME
Με την ενορχήστρωση ενός δικτύου πληροφοριών και κατασκοπείας, η Ρωσία έχει καταφέρει να αποκτήσει πρόσβαση σε τεχνολογικό και μηχανολογικό εξοπλισμό ή ακόμα και όπλα, κυρίως μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά την επιβολή των δυτικών κυρώσεων, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα να συνεχίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία επί δεύτερο διαδοχικό έτος. Αποκλειστικές πληροφορίες των Financial Times αποκαλύπτουν πως εδώ και καιρό η Ρωσία μπορεί μέσω του δικτύου αυτού να αποκτά π.χ. μικροτσίπ και εξαρτήματα από τη Γερμανία και τη Φινλανδία, τα οποία είναι απαραίτητα για τη λειτουργία της πολεμικής βιομηχανίας της χώρας. Τα γεγονότα αυτά έρχονται στο φως της δημοσιότητας καθώς ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ασκεί πιέσεις στη Δύση για να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι, ώστε να μην μπορεί το Κρεμλίνο να παρακάμπτει κυρώσεις που έχουν στόχο να κάμψουν την επιθετικότητά του στο πολεμικό μέτωπο.
Το δίκτυο που αποκαλύπτουν οι Financial Times αποκαλείται Σερνίγια ή Serniya Network, οποίο φέρεται να λειτουργεί από το 2017. Σκοπός του είναι η εξασφάλιση «ευαίσθητου υλικού» για μια σειρά νευραλγικών υπηρεσιών της Ρωσίας από τη Διεύθυνση Επιστημονικής και Τεχνολογικής Κατασκοπείας (Directorate of Scientific and Technological Innovation ή Directorate T), την Υπηρεσία Κατασκοπείας Εξωτερικού (SVR), την κρατική εταιρεία αμυντικού εξοπλισμού (Rostec), την κρατική εταιρεία ατομικής ενέργειας (Rosatom), μέχρι το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας. Κεντρικό πρόσωπο του Serniya Network είναι ο Αλέξεϊ Ζιμπίροφ, ο οποίος μέσω της Trading House Treydtuls απέκτησε εξοπλισμό 900.000 δολαρίων από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου του 2022. Η Trading House Treydtuls διατηρεί την έδρα της σε μια βιομηχανική περιοχή στο βόρειο τμήμα της Μόσχας, όπως η Robin Trade, μια ακόμη εταιρεία που συνδέεται με τον Ζιμπίροφ.
Οι δύο εταιρείες έχουν την ίδια διεύθυνση. Μέσω της Robin Trade κινήθηκαν αγαθά άνω των 12 εκατ. δολαρίων έως τον Απρίλιο του 2022, αλλά ο όγκος των συναλλαγών συρρικνώθηκε αμέσως μετά την επιβολή κυρώσεων από τη Δύση εις βάρος της Ρωσίας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Από την άλλη πλευρά, η Trading House Treydtuls αγόρασε εξοπλισμό 22 τόνων μόνον από τη Γερμανία, συνολικής αξίας 554.000 δολαρίων, έως τα τέλη του 2022.
Το περασμένο Δεκέμβριο το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κατηγόρησε πέντε Ρώσους που συνδέονται με το Serniya Network πως συνωμοτούσαν για να διασφαλίσουν τεχνολογία στρατιωτικής χρήσης για εταιρείες αμυντικού εξοπλισμού της χώρας τους. Ένας εκ των πέντε συνελήφθη στα σύνορα της Ρωσίας με την Εσθονία, στην προσπάθειά του να περάσει στη χώρα του ηλεκτρονικό εξοπλισμό, μικροτσίπ και πυρομαχικά, σύμφωνα με επίσημα έγγραφα του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.
Τα Στενά του Κερτς και οι διακοπές στα συστήματα αυτόματης αναγνώρισης
Η Ρωσία προσπαθεί με διάφορους τρόπους να παρακάμψει τις κυρώσεις της Δύσης, για να συνεχίσει να αντλεί έσοδα και να προμηθεύεται πολύτιμο εξοπλισμό από τις εταιρείες της Δύσης. Πρόσφατα έγινε επίσης γνωστό πως έχει αυξηθεί ο αριθμός των πλοίων που διέρχεται από τα Στενά του Κέρτς, που ενώνουν τη Θάλασσα του Αζόφ με τη Μαύρη Θάλασσα και κατ’ επέκταση με τον υπόλοιπο κόσμο. Σύμφωνα με το American Enterprise Institute, παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα σε αυτήν την περιοχή από πλοία με σύντομες διακοπές στα συστήματα αυτόματης αναγνώρισης (AIS). Υπολογίζεται πως 42 πλοία που περνούσαν από τα Στενά του Κερτς είχαν συνολικά 86 σύντομες διακοπές στο AIS, κατά τη διάρκεια του γ’ τριμήνου του 2020. Είναι ένας μικρός αριθμός συγκριτικά με τα 10.000 που ακολουθούν αυτήν τη διαδρομή, κατά μέσον όρο, κάθε χρόνο. Μέσα στο β’ τρίμηνο του 2022, δηλαδή αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι διακοπές στο AIS έφθασαν τις 1.126 από 468 πλοία. Πρόκειται για μια μεγάλη αύξηση, που οδηγεί στο συμπέρασμα πως αυτά τα πλοία είχαν κάτι να κρύψουν.
Αν και ο ρωσικός χρυσός έχει απαγορευτεί από τους G7, δηλαδή τα επτά ισχυρότερα κράτη του ανεπτυγμένου κόσμου, και την ΕΕ, εταιρείες σε τρίτες χώρες μπορούν να τον διαπραγματεύονται λόγω της απουσίας δευτερευόντων κυρώσεων. Οπότε, αν και ο ρωσικός χρυσός αποκλείστηκε από τις αγορές της Δύσης, υπάρχει η εναλλακτική της διοχέτευσης σε άλλες αγορές και έτσι έστω και μιας εν μέρει αξιοποίησης της ετήσιας παραγωγής των 20 δισ. δολαρίων.