THEPOWERGAME
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) είναι αντιμέτωπη με μια ακόμη σύνθετη κατάσταση, καθώς οι επενδυτές προσδοκούν σε μια επιβράδυνση των αυξήσεων στα επιτόκια, ενώ ο πληθωρισμός στην πραγματική οικονομία παραμένει υψηλός. Δεν είναι η μόνη που βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της Τράπεζας της Αγγλίας προβληματίζονται, επειδή η μεγάλη αναταραχή στις αγορές πηγάζει από την κρίση εμπιστοσύνης των καταθετών σε περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ, των οποίων τα χαρτοφυλάκια ομολόγων ήταν υπερβολικά εκτεθειμένα στην απότομη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η διαχείριση του κόστους δανεισμού από τις κεντρικές τράπεζες θα μαρτυρήσει τις εκτιμήσεις τους για τις εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό κλάδο και την πραγματική οικονομία. Όσοι θεωρούν πως η ροή της πίστωσης θα περιοριστεί εκ των πραγμάτων, λόγω της μεγάλης αποστροφής ρίσκου, μπορεί να «βάλουν νερό στο κρασί τους» και να μετριάσουν μεσοπρόθεσμα τις αυξήσεις των επιτοκίων τους. Τουλάχιστον μέχρι να αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης.
Εκείνοι που πιστεύουν πως αυτή η τραπεζική κρίση είναι παροδική δεν θα συμβιβάσουν το χρονοδιάγραμμά τους. Θα προτιμήσουν μια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, για να δαμάσουν τις ανατιμήσεις πριν αυτές ριζωθούν στη νοοτροπία και την καθημερινότητα καταναλωτών και επιχειρήσεων, όπως ίσχυε τις δεκαετίες του ’70 και του ‘80.
Μετά την ολοκλήρωση της διήμερης συνεδρίασης την Τετάρτη, η Fed αναμένεται να ανακοινώσει μια προς πάνω αναπροσαρμογή κατά 25 μονάδες βάσης από το 4,5%-4,75%, έναντι των 50 μ.β. που εικαζόταν πριν από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB), της μεγαλύτερης σε όγκο καταθέσεων τράπεζας της Σίλικον Βάλεϊ, στις 10 Μαρτίου. Τότε τα σενάρια ήθελαν τη Fed να μη μετριάζει τις αυξήσεις των επιτοκίων, διότι η πορεία της αμερικανικής οικονομίας είναι ανέλπιστα θετική, με τον πληθωρισμό να απέχει από τον στόχο του 2%, παραμένοντας στο 6% έναν μήνα πριν.
«Για τις κεντρικές τράπεζες που θεωρούν πως έχουν να καλύψουν αρκετά κενά με τη σύσφιγξη της ρευστότητας (στο τραπεζικό σύστημα) τίποτα δεν έχει αλλάξει», σχολιάζει στους Financial Times ο Φίλιπ Σο, οικονομολόγος στην Investec. «Αυτοί που αμφιταλαντεύονται ενδεχομένως να διατηρήσουν σταθερά τα επιτόκια. Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσουμε την Τράπεζα της Αγγλίας», υπογράμμισε ο ίδιος στη βρετανική εφημερίδα.
Αν και ο πληθωρισμός στη Βρετανία κινήθηκε στο 10,1% τον Ιανουάριο, η Τράπεζα της Αγγλίας δεν ανέφερε μετά τη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου πως είναι απαραίτητες περαιτέρω αυξήσεις στα επιτόκια, αλλά τόνισε πως θα ενεργήσει μόνον εάν υπάρξουν στοιχεία για «επίμονες πληθωριστικές πιέσεις». Εντούτοις, ο Κάλουμ Πίκερινγκ, οικονομολόγος στην Berenberg Bank, εκτιμά πως η Τράπεζα της Αγγλίας θα αναπροσαρμόσει το κόστος δανεισμού στην οικονομία 25 μ.β. υψηλότερα αυτήν την Πέμπτη από το υφιστάμενο 4%.
Η ΕΚΤ δεν παρέκκλινε από την πορεία της στη συνεδρίαση της περασμένης Πέμπτης. Προχώρησε ολοταχώς στην προαναγγελθείσα αύξηση των 50 μ.β., τονίζοντας πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι ασφαλείς και μπορούν να αντέξουν τις αναταράξεις στις αγορές. Λίγες ημέρες μετά, όμως, ακολούθησε η ανακοίνωση της εξαγοράς της Credit Suisse από τη UBS, μαζί με την αμφιλεγόμενη απόφαση των αρμόδιων ελβετικών αρχών να μηδενίσουν τα ομόλογα κατηγορίας ΑΤ1. Κατά συνέπεια, η αξιοπιστία αυτής της κατηγορίας χρεογράφων κλονίστηκε βαθύτατα. Σημειωτέον ότι η Credit Suisse βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα λόγω των συσσωρευμένων προβλημάτων της.
Δεν είναι τυχαίο που η Fed μαζί με την Τράπεζα της Αγγλίας, την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Ιαπωνίας και της Ελβετίας αμέσως μετά την επιχείρηση διάσωσης της Credit Suisse υιοθέτησαν συντονισμένα μέτρα, παρόμοια με την πανδημία, ώστε να αποφευχθεί μια έλλειψη ρευστότητας σε δολάρια. Εκτός των άλλων, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Αγγλίας έσπευσαν να αποσαφηνίσουν πως οι μέτοχοι επωμίζονται πρώτοι τις απώλειες και μετά οι ομολογιούχοι, αντί του αντίθετου που αποφασίστηκε στην Ελβετία με την εξαγορά της Credit Suisse από τη UBS.
Η μεγάλη αποστροφή του επενδυτικού κινδύνου που επικρατεί σήμερα στερεί αυτόματα ρευστότητα από τις αγορές, με τις τράπεζες να γίνονται προσεκτικές ως προς τη διαχείριση των κεφαλαίων τους. Οικονομικοί αναλυτές προειδοποιούν πως ίσως να είναι πιο δύσκολη η πρόσβαση σε δάνεια, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, λόγω της κρίσης, και έτσι να επηρεαστεί η κατανάλωση. Η σημερινή αναταραχή διαφέρει από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οποία εστίαζε σε περίπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα και τραπεζικούς κολοσσούς. Σήμερα πρωταγωνιστούν οι περιφερειακές τράπεζες, οι καταθέτες και τα υψηλά επιτόκια. Ίσως αυτή η αβεβαιότητα να αναχαιτίσει την ανάπτυξη στις ΗΠΑ και έτσι τη μεγάλη άνοδο του πληθωρισμού.