THEPOWERGAME
Η κατάρρευση του ανταλλακτηρίου FTX.com, με κορύφωση του δράματος τη σύλληψη του συνιδρυτού Σαμ Μπάνκμαν-Φράιντ αυτήν τη Δευτέρα με κατηγορίες για την εξαπάτηση επενδυτών με κεφάλαια 1,8 δισ. δολαρίων, συνέδραμε στην απότομη προσγείωση των επενδύσεων στον τομέα των venture capital ή καινοτόμων κεφαλαίων. Όμως δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας που έχει οδηγήσει στη μεγαλύτερη πτώση των εισροών της τελευταίας 20ετίας, υπερβαίνοντας αυτές που σημειώθηκαν στην κρίση των dot.com εταιρειών και τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Η αβεβαιότητα για την πορεία των οικονομιών μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η αύξηση του πληθωρισμού και εν συνεχεία των επιτοκίων και η συνακόλουθη αναταραχή των αγορών οδήγησαν σε συρρίκνωση των επενδύσεων σε καινοτόμα κεφάλαια στα 286 δισ δολάρια μέσα στο πρώτο 11μηνο του έτους. Πρόκειται για μια πτώση της τάξεως του 42% από πέρσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Preqin και το αμερικανικό πρακτορείο Bloomberg.
Αυτή η έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος επέφερε πλήγμα, κυρίως, στις ΗΠΑ και την Κίνα που είναι οι μεγαλύτερες και ανταγωνιστικότερες αγορές για τις επενδύσεις σε venture capitals. Στην Κίνα καταγράφηκε πτώση 50% και στις ΗΠΑ κινήθηκε στο 45%.
Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν πως υπάρχει ένα χάσμα στις αποτιμήσεις των εταιρειών. Πολλές μη εισηγμένες εταιρείες επιμένουν στις περσινές αξίες του τεχνολογικού κλάδου σε αντίθεση με τη διόρθωση που έχει λάβει χώρα εντός του 2022 και της διστακτικότητας των επενδυτών να εκτεθούν σε μεγάλο ρίσκο. Εξαιτίας της μεγαλύτερης σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής που έχει λάβει χώρα από τη δεκαετία του ΄80, η οποία κρίθηκε απαραίτητη μετά τη μεγάλη άνοδο του κόστους ενέργειας και τροφίμων, δεν είναι εύκολη η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές ενώ τα δάνεια είναι ακριβότερα. «Υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που πουλούν και σε αυτούς που αγοράζουν», σχολίασε η Γουάν Γκούο, υπεύθυνη στον τομέα εναλλακτικών επενδύσεων στην LGT Capital Partners, σε πρόσφατο πάνελ του Bloomberg.
Επιφυλακτικότητα στον κλάδο της τεχνολογίας
Σε γενικές γραμμές, όμως, ο κλάδος της τεχνολογίας είναι εκτεθειμένος σε πολλαπλά μέτωπα και δεν αποτελεί πια ακρογωνιαίο λίθο στον κόσμο των επενδύσεων όπως ίσχυε επί πανδημίας. Από τις αρχές του έτους, ο δείκτης Nasdaq έχει σημειώσει απώλειες άνω του 27%. Συν τοις άλλοις, οι μετοχές των ψηφιακών κολοσσών Microsoft, Apple, Alphabet και Meta έχουν χάσει πάνω από το 20%, 18%, 30% και 60% της αξίας τους από τον Ιανουάριο του 2022. Μολονότι οι δείκτες Dow Jones και S&P 500 έχουν επίσης καταγράψει ετήσια πτώση, οι απώλειες είναι χαμηλότερες στο 6,4% και 15%, αντίστοιχα.
Εκτός των άλλων παρατηρείται μια δυσπιστία στον τεχνολογικό κλάδο. Μετά την είδηση για την κατάρρευση του FTX.com, οι Sequoia Capital, SoftBank και Tiger Global Management αναπροσάρμοσαν προς τα κάτω τις επενδύσεις τους στο ανταλλακτήριο κρυπτονομισμάτων. Μεγάλη αβεβαιότητα επικρατεί επίσης για την Tesla, με τη μετοχή της να χάνει πάνω από 58% μέσα στο 2022. Οι καθυστερήσεις στην παραγωγή του εργοστασίου της Tesla στη Σαγκάη και τα προβλήματα στην ολοκλήρωση της κατασκευής των εργοστασιακού συμπλέγματος στο Τέξας αντανακλούν, μεταξύ άλλων, την απουσία από τη διοίκηση του επικεφαλής Έλον Μασκ.
Ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος είναι απορροφημένος στη διαχείριση του Twitter, το οποίο εξαγόρασε έναντι 44 δισ δολαρίων στα τέλη Οκτωβρίου. Σήμερα η εμπιστοσύνη στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης έχει κλονιστεί ύστερα από μαζικές απολύσεις, την αποχώρηση διαφημιζόμενων και προσωπικοτήτων λόγω φόβων για χαλάρωση των ελέγχων ενάντια στην παραπληροφόρηση και την ρητορική μίσους όπως και τη διάλυση του Συμβουλίου Αξιοπιστίας και Ασφάλειας από τον Μασκ.
Στην Κίνα, εν τω μεταξύ, ο κλάδος της τεχνολογίας έχει χάσει την αίγλη του μετά τη στενή παρακολούθηση των ψηφιακών κολοσσών από το Πεκίνο και τα αυστηρά lockdown στο πλαίσιο της πολιτικής μηδενικών κρουσμάτων της νόσου Covid-19 που ακολουθούσε έως και πρόσφατα το Κομμουνιστικό Κόμμα. Εντούτοις, οι επενδυτές φαίνεται να τηρούν στάση αναμονής, διατηρώντας θετικές προσδοκίες για το μέλλον. Πόσο μάλλον όταν οι αποτιμήσεις θα έχουν αναπροσαρμοστεί σε χαμηλότερα επίπεδα ύστερα από τη μεγάλη άνοδο που είχε σημειωθεί επί πανδημίας.