THEPOWERGAME
Φόβοι για την επισιτιστική και ενεργειακή ασφάλεια συνεχίζουν να επισκιάζουν την παγκόσμια οικονομία, με τις κυβερνήσεις στις δυο πλευρές του Ατλαντικού να πρέπει να βρίσκονται σε ετοιμότητα όσο αλλάζουν τα δεδομένα σε διαρκή βάση. Το τρέχον οικονομικό περιβάλλον αναμένεται να παραμείνει ευμετάβλητο όσο ο κόσμος καλείται να επιλέξει συμμαχίες ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία. Κατά συνέπεια, οι αγορές της ενέργειας και των τροφίμων δέχονται τους κραδασμούς από την κορύφωση της γεωπολιτικής αστάθειας που έχει προκαλέσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ασκώντας με τη σειρά τους επιρροή στις οικονομίες.
Την Τετάρτη, οι τιμές του σιταριού υποχώρησαν πάνω από 6% στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του χρηματιστηρίου του Σικάγο στα 8,45 δολάρια το μπούσελ, ενώ αυτές του καλαμποκιού απώλεσαν το 2,4% της αξίας τους και διαμορφώθηκαν στα 6,81 δολάρια το μπούσελ. Αυτή η επιθυμητή υποχώρηση του κόστους δυο βασικών αγροτικών εμπορευμάτων ήρθε αφού η Ρωσία επανήλθε στο Πρωτόκολλο της Μαύρης Θάλασσας και ξεκίνησαν εκ νέου τα δρομολόγια με σιτηρά από την Ουκρανία προς τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Εντούτοις παράγοντες της αγοράς δήλωσαν στο πρακτορείο Bloomberg πως παρατηρείται ήδη μια επιβράδυνση των θαλάσσιων μετακινήσεων εν όψει της λήξης της συμφωνίας τον Νοέμβριο, ενώ οι αγρότες πάγωσαν προς στιγμήν τις μεταφορές σιτηρών προς τα λιμάνια της Ουκρανίας.
Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, «θέλει να υποχρεώσει τη Δύση να διαπραγματευτεί μαζί του όσο το δυνατόν ταχύτερα προκειμένου να παγώσει η σύγκρουση αυτή, οι άμεσες προτάσεις του δεν είχαν αποτέλεσμα και έτσι καταφεύγει σε στρατηγικές όπως οι ισχυρισμοί για βρώμικη βόμβα στην Ουκρανία, η απειλή μιας πυρηνικής κλιμάκωσης και η αποχώρηση από τη συμφωνία με τα σιτηρά», σχολιάζει ο Οκσάνα Αντινέσκο, διευθυντής της συμβουλευτικής εταιρείας Control Risks στο Λονδίνο, στο αμερικανικό πρακτορείο. Το Πρωτόκολλο της Μαύρης Θάλασσας είχε συμβάλει στην εξασθένιση των ανοδικών τάσεων στο κόστος τροφίμων καθώς άνοιξε το δρόμο στις εξαγωγές σιτηρών από την Ουκρανία, η οποία μαζί με τη Ρωσία αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής σιταριού.
Παράλληλα, η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη αφήνει το αποτύπωμα της στη βιομηχανία της Ευρωζώνης, με τη μεταποιητική δραστηριότητα να υποχωρεί τον Οκτώβριο στα επίπεδα του Μαρτίου του 2020 που είχε ξεσπάσει το πρώτο κύμα της πανδημίας και τα αυστηρά lockdowns είχαν παγώσει σχεδόν κάθε δραστηριότητα. O δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (ΡΜΙ) υποχώρησε στο 46,4 τον Οκτώβριο από το 48,4 τον Σεπτέμβριο, με την Ισπανία και τη Γερμανία να δέχονται το μεγαλύτερο πλήγμα.
Η χειραγώγηση των ροών φυσικού αερίου από την Gazprom οδηγεί στο κλείσιμο εργοστασίων σε ένα γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας για την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια. Μέσα στην εβδομάδα ανακοινώθηκε επίσης η αύξηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη στο 10,7% τον Οκτώβριο, αντανακλώντας νέο ιστορικό υψηλό, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν ισχνός στο 0,2% το γ΄ τρίμηνο από το προηγούμενο.
Αναφερόμενος στον δείκτη ΡΜΙ, ο Τζο Χέινς, επικεφαλής οικονομολόγος της S&P Global τόνισε πως προκύπτει ξεκάθαρα πως «ο τομέας της μεταποίησης βρίσκεται σε ύφεση». «Στους παράγοντες που επιδεινώνουν την κατάσταση περιλαμβάνεται ο πληθωρισμός, ο οποίος παραμένει πεισματικά υψηλός παρά τις ισχυρές ενδείξεις πως υποχωρούν οι πιέσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες». Επιβράδυνση της μεταποίησης έδειξαν, επίσης, αντίστοιχα στοιχεία για την Ασία.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, προσπαθεί, στο μεταξύ, να διαχειριστεί τις πιέσεις που δέχονται τα αμερικανικά νοικοκυριά από την αύξηση των δαπανών ενέργειας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη και τις ΗΠΑ εντείνουν τα βάρη στην εξυπηρέτηση δανείων. Την περασμένη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε το κόστος δανεισμού κατά 75 μονάδες βάσης για 2η διαδοχική φορά, ενώ αυτήν την εβδομάδα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προχώρησε σε ανάλογη αύξηση για 4η φορά μέσα στο 2022. Αλλά η μάχη για τη χαλιναγώγηση του πληθωρισμού επηρεάζεται από το υψηλό κόστος ενέργειας που υπερβαίνει τα όρια της εμβέλειας των κεντρικών τραπεζών.