THEPOWERGAME
Μολονότι η Κίνα έχει παρουσιάσει μεγάλη πρόοδο στον τεχνολογικό κλάδο, απέχει μακράν από το να αποκτήσει πλήρη αυτονομία. Εξακολουθεί να εξαρτάται από τις καινοτομίες ξένων εταιρειών και τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, οι οποίες πάσχουν από μεγάλες καθυστερήσεις λόγω της πανδημίας της νόσου Covid-19.
H εξάρτηση αυτή είναι ιδιαίτερα αισθητή στον τομέα των ημιαγωγών και ειδικότερα των τσιπ προηγμένης τεχνολογίας, τα οποία είναι απαραίτητα για την κατασκευή μιας σειράς ηλεκτρονικών προϊόντων από οικιακές συσκευές και κινητά τηλέφωνα μέχρι συστήματα πληροφορικής, όπως το υπολογιστικό νέφος, και αυτοκίνητα.
Η αυτονομία στον σχεδιασμό και την παραγωγή τσιπ δεν είναι μόνον φιλοδοξία της Κίνας αλλά και των υπολοίπων ισχυρών οικονομικών δυνάμεων του κόσμου. Αλλά σήμερα υπάρχουν μόνον τρεις μεγάλες εταιρείες που έχουν τη δυνατότητα να παράγουν προηγμένα τσιπ σε μεγάλη κλίμακα. Αναφερόμαστε στην TCMC της Ταϊβάν, την Samsung στη Νότια Κορέα και την Intel των ΗΠΑ.
Ως εκ τούτου, το τσιπ τεχνητής νοημοσύνης της Baidu και το τσιπ που είναι σχεδιασμένο για διακομιστές (servers) και υπολογιστικά νέφη (cloud computing) της Alibaba μπορούν να παραχθούν στο εξωτερικό. Συν τοις άλλοις, το νέο τσιπ της Alibaba -γνωστό ως Yitian 710- στηρίζεται στην αρχιτεκτονική της βρετανικής εταιρείας ημιαγωγών Arm, τονίζουν ειδήμονες που μίλησαν στο αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο CNBC.
Η τεχνολογία και το μπρα ντε φερ ΗΠΑ – Κίνας
Εκτός των άλλων, η ψηφιακή τεχνολογία αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο στην αντιπαλότητα των ΗΠΑ με την Κίνα, με το Πεκίνο να αναζητά διέξοδο από το στενό «μαρκάρισμα» της Ουάσινγκτον. Η Κίνα επωφελούνταν επί σειρά δεκαετιών από την μεταφορά τεχνολογίας (technology transfer) των δυτικών εταιρειών σε κοινοπραξίες εγχώριων συμφερόντων. Ήταν βασική προϋπόθεση για να δραστηριοποιηθούν οι ξένοι στη χώρα. Με το ξέσπασμα της εμπορικής διαμάχης ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο, η πρόσβαση των κινεζικών εταιρειών σε αμερικανική τεχνολογία συναντά μεγάλα εμπόδια.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Huawei. Τα τσιπ της Huawei παρασκευάζονταν από την TSMC. Οι ΗΠΑ, όμως, έβαλαν προ διετίας τον κινεζικό κολοσσό σε «μαύρη λίστα» για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αυτό πρακτικά σήμαινε πως οι ξένες εταιρείες που χρησιμοποιούν αμερικανικό εξοπλισμό για την παραγωγή τσιπ υποχρεούνται να πάρουν άδεια από τις ΗΠΑ για να πουλήσουν ημιαγωγούς στην Hauwei. Παράλληλα, η Hauwei έχασε την πρόσβαση που είχε στις αναβαθμίσεις του συστήματος Android της κορυφαίας μηχανής αναζήτησης Google. Κατά συνέπεια περιορίστηκε το μερίδιο της Huawei στην παγκόσμια αγορά των έξυπνων κινητών τηλεφώνων.
Σε μαύρη λίστα των ΗΠΑ βρίσκεται επίσης η SMIC, η ημικρατική εταιρεία παραγωγής τσιπ της Κίνας και «γέφυρα» για να αποκτήσει η δεύτερη ισχυρότερη οικονομία του κόσμου την αυτονομία της στη μαζική παρασκευή προηγμένων ημιαγωγών. Η SMIC σχεδιάζει να επενδύσει 8,87 δισ. δολάρια για την κατασκευή εργοστασίου, «ρίχνοντας το γάντι» στην TCMC της Ταϊβάν.
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, όμως, η μάχη για τη μαζική παραγωγή των τσιπ συνεχίζεται με αποτέλεσμα όχι μόνον η Κίνα αλλά και ολόκληρος ο κόσμος να εξαρτάται από τους λιγοστούς προμηθευτές που διαθέτει η παγκόσμια οικονομία.