Ανησυχητικές είναι οι προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε ό,τι αφορά το παγκόσμιο δημόσιο χρέος. Οι νέοι δασμοί των ΗΠΑ πιέζουν την οικονομία και η εκτίμηση του ΔΝΤ είναι πως το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα ανέλθει πάνω από τα επίπεδα της περιόδου της πανδημίας, σχεδόν στο 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Ειδικότερα, η τελευταία έκθεση Fiscal Monitor του ΔΝΤ σημειώνει πως το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες φθάνοντας το 95,1% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2025. Μάλιστα επισημαίνεται πως η ανοδική τάση είναι πιθανό να συνεχιστεί, αγγίζοντας το 99,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το 2030.
Το 2020 ήταν η χρονιά της εκτόξευσης του χρέους, το οποίο ανήλθε στο 98,9% του ΑΕΠ καθώς οι κυβερνήσεις των χωρών προχώρησαν σε μεγάλο δανεισμό για την αντιμετώπιση της κρίσης που προκάλεσε η COVID-19.
Τα τελευταία δύο χρόνια το χρέος μειώθηκε κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες όμως μετά τις εξαγγελίες Τρμπ αρχίζει και πάλι να αυξάνεται, με την τελευταία πρόβλεψη να μιλάει για επιτάχυνσή του.
«Οι σημαντικές ανακοινώσεις για δασμούς από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αντίμετρα από άλλες χώρες και εξαιρετικά υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας, συμβάλλουν στην επιδείνωση των προοπτικών και στην αύξηση των κινδύνων», σημειώνει το ΔΝΤ στην έκθεση και τονίζει πως η παραπάνω κατάσταση αναγκάζει τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν όλο και δυσκολότερες αποφάσεις καθότι οι προϋπολογισμοί τους πιέζονται από υψηλότερες ανάγκες για αμυντικές δαπάνες, αιτήματα για περισσότερη κοινωνική υποστήριξη και αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Όπως σημειώνει η έκθεση, τα ετήσια δημοσιονομικά ελλείμματα των κυβερνήσεων προβλέπεται να φθάσουν κατά μέσο όρο το 5,1% του ΑΕΠ το 2025, συγκριτικά με 5% το 2024, 3,7% το 2022 και 9,5% το 2020.
ΔΝΤ: Η επιβράδυνση της ανάπτυξης μεγαλώνει περισσότερο το χρέος
Σε ένα δυσμενές σενάριο της έκθεσης του ΔΝΤ, το χρέος μπορεί να ξεπεράσει το 117% μέχρι το 2027 σε περίπτωση που «τα έσοδα και η παραγωγή μειωθούν περισσότερο από τις τρέχουσες προβλέψεις λόγω των αυξημένων δασμών και πιο ασθενών αναπτυξιακών προοπτικών». Σημειώνει μάλιστα το Ταμείο πως ένα χρέος σε αυτό το επίπεδο θα ήταν το μεγαλύτερο ως ποσοστό του ΑΕΠ μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σύμφωνα με τον Διευθυντή Δημοσιονομικών Υποθέσεων του ΔΝΤ, Βίτορ Γκασπάρ, σημαντικό μέρος της αύξησης του χρέους συγκεντρώνεται στις μεγαλύτερες οικονομίες. «Περίπου το ένα τρίτο των 191 χωρών μελών του ΔΝΤ βλέπουν τώρα το χρέος να αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την περίοδο προ πανδημίας, αλλά αυτές οι χώρες αποτελούν περίπου το 80% του παγκόσμιου ΑΕΠ», πρόσθεσε, εμφανώς προβληματισμένος.
Η έκθεση προβλέπει ότι οι αυξανόμενες πιέσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε αυξημένες απαιτήσεις για κοινωνικές δαπάνες, ιδιαίτερα σε χώρες που είναι ευάλωτες σε αναταράξεις από εμπορικά σοκ.
Επιπρόσθετη δυσκολία σύμφωνα με τον Γκασπάρ συνιστά η υποχώρηση της αναπτυξιακής βοήθειας από τις ΗΠΑ και άλλες πλουσιότερες χώρες, κάτι που σημαίνει ότι «οι χώρες αυτές θα αντιμετωπίσουν ακόμη πιο έντονες προκλήσεις απ’ ό,τι αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά».
Βελτίωση στις ΗΠΑ προς το παρόν
Όσον αφορά το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ, το ΔΝΤ προβλέπει ελαφρά βελτίωση του τα επόμενα δύο χρόνια και ειδικότερα στο 6,5% του ΑΕΠ το 2025 και στο 5,5% το 2026, σε σύγκριση με 7,3% το 2024. Αυτό αποδίδεται στην αυξημένη συγκέντρωση δασμών και στη συνεχιζόμενη ανάπτυξη των ΗΠΑ. «Η επίδοση της οικονομίας των ΗΠΑ ήταν ισχυρή τα τελευταία χρόνια και αυτό βοηθάει τον προϋπολογισμό», επισήμανε ο Γκασπάρ.
Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι η πρόβλεψη για τις ΗΠΑ προϋποθέτει πως οι μειώσεις των φόρων που εγκρίθηκαν από τους Ρεπουμπλικάνους το 2017 θα λήξουν στο τέλος του έτους όπως είχε προγραμματιστεί. Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση Τραμπ επιθυμεί να τις παρατείνει, με ειδικούς να υποστηρίζουν ότι μια τέτοια απόφαση θα προσέθετε περίπου 4 τρισ. δολάρια στο χρέος των ΗΠΑ σε μια δεκαετία χωρίς αντισταθμίσματα.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Κίνας αναμένεται να αυξηθεί το 2025 στο 8,6% του ΑΕΠ από 7,3% του ΑΕΠ το 2024, φθάνοντας το 8,5% του ΑΕΠ το 2026.
Η σύσταση του ΔΝΤ προς τις κυβερνήσεις είναι να δώσουν προτεραιότητα στις μειώσεις χρέους προκειμένου να φτιάξουν δημοσιονομικά αναχώματα ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν δυνητικά οικονομικά σοκ. «Χώρες με περιορισμένο χώρο στους κυβερνητικούς προϋπολογισμούς θα πρέπει να εφαρμόσουν σταδιακά και αξιόπιστα σχέδια σταθεροποίησης και να επιτρέψουν σε αυτόματους σταθεροποιητές, όπως επιδόματα ανεργίας, να δουλέψουν αποτελεσματικά», συμβουλεύει το ΔΝΤ και καταλήγει πως «οποιεσδήποτε νέες ανάγκες για δαπάνες θα πρέπει να αντισταθμιστούν από μειώσεις δαπανών αλλού ή νέα έσοδα».