Νέα ανατροπή στο πρωτογενές πλεόνασμα του 2024, το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες, εκτιμάται πλέον κοντά στο 4% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας την τελευταία πρόβλεψη για 3,5%. Οι επίσημες ανακοινώσεις από τη Eurostat αναμένονται αμέσως μετά το Πάσχα, στις 22 Απριλίου, με το οικονομικό επιτελείο να εμφανίζεται ήδη ικανοποιημένο και συγκρατημένα αισιόδοξο για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Η υπεραπόδοση αποδίδεται στην ενίσχυση των εσόδων -κυρίως από ΦΠΑ- και στη δημοσιονομική πειθαρχία ως προς τις δαπάνες. Πηγές του οικονομικού επιτελείου εκτιμούν ότι το αποτέλεσμα ενισχύει περαιτέρω την αξιοπιστία της χώρας και αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο ο πρόσθετος ταμειακός χώρος, που υπολογίζεται σε περίπου 800 εκατ. ευρώ, να αξιοποιηθεί για στοχευμένες παρεμβάσεις υπέρ των ευάλωτων νοικοκυριών. Οι παρεμβάσεις αυτές αναμένεται να ενσωματωθούν στο πακέτο φοροελαφρύνσεων που θα διαμορφωθεί μετά το καλοκαίρι και θα παρουσιαστεί από τον πρωθυπουργό στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ).
Οι σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν σε συνεννόηση με τους θεσμούς, καθώς οποιαδήποτε μεταβολή στην άμεση φορολογία θα εξεταστεί υπό το πρίσμα των περιορισμών που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας. Σε κάθε περίπτωση, ο κυβερνητικός σχεδιασμός προβλέπει παρεμβάσεις τουλάχιστον 1,5 δισ. ευρώ, με μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, αυτόματη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, «κούρεμα» τεκμηρίων διαβίωσης και στοχευμένες ελαφρύνσεις για ιδιοκτήτες ακινήτων.
Το υπερπλεόνασμα φέρνει νέες παροχές στη μεσαία τάξη
Στο επίκεντρο βρίσκεται η μεσαία τάξη, η οποία επωμίστηκε το μεγαλύτερο βάρος των μνημονίων και επλήγη από τη λιτότητα. Αντιθέτως, η μείωση της έμμεσης φορολογίας, καθώς και η επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στο Δημόσιο ή των αντίστοιχων συντάξεων, δεν εξετάζονται, καθώς το σχετικό κόστος υπερβαίνει τα 5 δισ. ευρώ ετησίως. Εκτός συζήτησης βρίσκεται και η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ. Στο υπουργείο Οικονομικών εκτιμούν ότι η επίδοση αυτή (σ.σ. υπερπλεόνασμα κοντά στο 4%) καταδεικνύει πως η Ελλάδα μπορεί να συνδυάζει δημοσιονομική σταθερότητα με κοινωνική μέριμνα.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η θετική εικόνα αναμένεται να συνεχιστεί και το 2025. Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,6% του ΑΕΠ, ενώ το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα θα περιοριστεί στο 0,4% -πολύ κάτω από το όριο του 3% που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Οι προβλέψεις ενσωματώνουν ήδη παρεμβάσεις, που στοχεύουν:
- στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος,
- στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων,
- στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων από φυσικές καταστροφές, καθώς και
- στην κάλυψη διαρθρωτικών κοινωνικών προκλήσεων, όπως το δημογραφικό και το στεγαστικό.
Παράλληλα, λαμβάνονται υπ’ όψιν οι θετικές προοπτικές για αύξηση των εσόδων, χάρη στη συνέχιση της ανάπτυξης και τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και η αυστηρή πειθαρχία στις δαπάνες.
Το 2025 σηματοδοτεί, επίσης, την έναρξη εφαρμογής του νέου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι νέοι κανόνες επικεντρώνονται στη μείωση του χρέους μέσω του περιορισμού των δαπανών και προβλέπουν ότι ο δημοσιονομικός χώρος θα μπορεί να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη δημιουργία αποθεματικού ή τη μείωση του χρέους. Έκτακτες παρεμβάσεις στην πλευρά των δαπανών θα απαιτούν ισόποση κάλυψη από τα έσοδα.
Για την Ελλάδα η προσαρμογή που απαιτείται για την περίοδο 2025-2028 θεωρείται εφικτή, καθώς, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο, περιορίζεται σε μόλις 0,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, ο ρυθμός αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών θα πρέπει να κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 3,4% ετησίως.
Τέλος, η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων και η δημιουργία αποθεματικού παραμένουν στρατηγικές επιλογές για τη χώρα. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική δημοσιονομική πολιτική καλείται να διατηρήσει τη σταθερότητα και να ενισχύσει τις μεταρρυθμίσεις που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.