Πρωτεύουσα του αχλαδιού στην Ελλάδα είναι ο Τύρναβος, αλλά με τις τιμές παραγωγού να έχουν κολλήσει στα 0,40-0,50 ευρώ το κιλό, αγρότες παίρνουν τη μεγάλη απόφαση, εκριζώνουν αχλαδώνες και γυρνάνε στις πιο δημοφιλείς δενδρώδεις καλλιέργειες, στα ροδάκινα και τα βερίκοκα, αλλά και στα δυνατά, εξαγωγικά, ακτινίδια.
Η κυρίαρχη ελληνική ποικιλία, το Kρυστάλλι, δεν αφήνει κέρδος, οι αγρότες διστάζουν να βάλουν δυναμικές, διεθνείς ποικιλίες, κι όσο το αχλάδι παραμένει το φρούτο της τρίτης ηλικίας και της παιδικής φρουτόκρεμας, δεν μπορεί να ελπίζει για καλύτερες μέρες στην εγχώρια αγορά.
Τα παραπάνω επισημάνθηκαν στο Συνέδριο για το Αχλάδι, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Freskon, με συνδιοργάνωση των ΔΕΘ-Helexpo και του περιοδικού Φρουτονέα.
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Ομάδας Παραγωγών Α.Σ. Δένδρων Τυρνάβου, Χρήστος Τασιούλας, η καλλιέργεια αχλαδιού δεν αφήνει κέρδος, επειδή το καλλιεργητικό κόστος είναι υψηλό, περίπου 1.000-1.200 ευρώ/στρέμμα, ενώ η τιμή παραγωγού κυμαίνεται μεταξύ 0,40- 0,60 ευρώ/κιλό, επειδή η ζήτηση είναι περιορισμένη και η παραγωγή, ειδικά στο Kρυστάλλι, την υπερκαλύπτει.

O Χρήστος Τασιούλας, πρόεδρος της ομάδας παραγωγών Δένδρων στον Τύρναβο © Powergame.gr
Το αχλάδι σίγουρα δεν είναι το αγαπημένο φρούτο του Έλληνα, ενώ δεν ακολουθήθηκε έως σήμερα στρατηγική ανάπτυξης των εξαγωγών, όπως συνέβη με το ακτινίδιο και άλλα φρούτα.
Η εφαρμογή της μεθόδου SmartFresh, που βοηθάει μεν στη συντήρηση των φρούτων, αλλά εμποδίζει την ωρίμανσή τους, είναι εις βάρος της γεύσης, κάτι που δεν κάνει τους καταναλωτές να αγαπήσουν περισσότερο τα αχλάδια.
Παρά ταύτα, ο Τύρναβος, όπως φαίνεται από τους αριθμούς, πίστεψε στο αχλάδι, αφού στην περιοχή καλλιεργούνται 22.000 στρέμματα, από τις 32.000 στρέμματα που καλλιεργούνται στη χώρα. Από τους αχλαδώνες, τα 15.000 στρέμματα είναι φυτεμένα με Kρυστάλλι, 3.000 στρέμματα με την ποικιλία Santa Monica, περίπου 4.000 στρέμματα με ποικιλίες για τη βιομηχανία, 2.000 στρέμματα με Κοντούλες αχλαδιές και τα υπόλοιπα με την ποικιλία Κόσια.
ΠΟΠ το Κρυστάλλι
Υπεραξία στο Κρυστάλλι, την παλαιότερη και πιο δημοφιλή ελληνική ποικιλία, ελπίζεται ότι θα δώσει ο χαρακτηρισμός της σε ΠΟΠ. Το αίτημα έχει κατατεθεί από την Περιφέρεια Θεσσαλίας και η έγκρισή του θα είναι προς όφελος των παραγωγών, ειδικά αν βελτιώσουν τις καλλιεργητικές τους πρακτικές και μειώσουν το κόστος καλλιέργειας.
Όπως επισήμανε ο Γιώργος Νάνος, καθηγητής στο Τμήμα Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, οι αγρότες πρέπει να σταματήσουν τη λάθος πρακτική «ρίχνω απ’ όλα, πολύ», πρέπει να αποφύγουν την υπερβολική χρήση χημικών λιπασμάτων, τη χρήση εισροών χωρίς προηγούμενα να έχουν κάνει εδαφολογικές και φυλλοδιαγνωστικές αναλύσεις, αλλά και αναλύσεις του αρδευτικού νερού, που συχνά έχει πολλά νιτρικά. Το κόστος των αναλύσεων θα ισοσκελιστεί από την οικονομία στα χημικά, τα ραντίσματα, αλλά και την αύξηση στην παραγωγή.
Πιο νόστιμα τα αχλάδια με «σκουριά»
Παίρνοντας τον λόγο, ο προϊστάμενος του Τμήματος Οπωροφόρων της VITRO Hellas, Άρης Κωνσταντινίδης, τόνισε ότι οι παραγωγοί πρέπει να στραφούν σε νέες, πιο εξελιγμένες ποικιλίες, που είναι πιο κοντά στις προτιμήσεις των νέων καταναλωτών, πιο τραγανές, αρωματικές, γλυκές, που κάνουν για σνακ με βάση τα σύγχρονα πρότυπα διατροφής.
«Πρέπει να πούμε στους καταναλωτές ότι όσο περισσότερη σκουριά έχει ένα αχλάδι, τόσο πιο γευστικό είναι», δήλωσε ο κ. Κωνσταντινίδης, αναφερόμενος στο κοκκινωπό χρώμα που υπάρχει στη φλούδα ορισμένων ποικιλιών, για να προσθέσει ότι το χρώμα, όπως στα ιταλικά Lucy Red, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως marketing tool, αν υπάρξει ο φορέας (ομάδα παραγωγών, συνεταιρισμός, ιδιώτης έμπορος, σούπερ μάρκετ) που θα το προβάλει.
Οι καταναλωτές έχουν δείξει ότι αγαπούν την ποικιλία Abate Fetel, που μάλιστα δείχνει ότι αποδίδει ικανοποιητικά στη χώρα μας, αλλά οι αγρότες διστάζουν να στραφούν σε αυτήν.
«Δεν θέλει να αλλάξει ο Έλληνας παραγωγός, έχει την πληροφόρηση, αλλά δεν θέλει να αλλάξει, επιμένει να κάνει ό,τι έκαμνε και ο πατέρας του», δήλωσε ο καθηγητής Νάνος, ο οποίος υποστήριξε ότι οι Έλληνες αγρότες δεν πρέπει να περιμένουν και πολλά από το κράτος, από δημόσιους φορείς, που λογικά θα έπρεπε να διεξάγουν συγκριτικές έρευνες σε πειραματικούς αγρούς.
Ωστόσο, πολλά μπορούν να γίνουν από Ομάδες Παραγωγών, οι οποίες μάλιστα έχουν τη δυνατότητα να αντλήσουν κεφάλαια από την Ε.Ε., για δράσεις βελτίωσης της παραγωγής, αλλά και μείωσης του αποτυπώματος άνθρακα.
Στη συζήτηση που ακολούθησε μετείχε και ο κ. Alessandro Zamgagna, διευθύνων σύμβουλος του ιταλικού ομίλου Origine. Τη συζήτηση συντόνισε ο διευθυντής των Φρουτονέων, Παναγιώτης Ορφανός.