Τις θέσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, ενόψει των ανακοινώσεων για το 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα των Ενόπλων Δυνάμεων και του ReaArm Europe, παρουσίασε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού. Στον ελληνικό αυτό κλάδο απασχολούνται πάνω από 15.000 άτομα, ενώ ο κύκλος εργασιών υπερβαίνει το 1,5 δισ. ευρώ, υπογράμμισε ο πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ, Τάσος Ροζολής.
Σε συνέντευξη Τύπου του Συνδέσμου που παραχωρήθηκε σήμερα Δευτέρα στο κτίριο της ΕΣΗΕΑ, ο κ. Ροζολής παρουσίασε στοιχεία για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, σχολιάζοντας ότι «δεν υπάρχει καμία αρμόδια αρχή που να τα μαζεύει και να τα επικυρώνει και είναι στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί από τη Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων».
«Σήμερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας υπάρχουν περίπου 400 οντότητες, δηλαδή εταιρείες, ερευνητικά κέντρα, start-ups, κομμάτια από πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα οποία ασχολούνται με την άμυνα. Ασχολούνται πάνω από 15.000 άνθρωποι και υπερβαίνει το 1,5 δισ. ο κύκλος εργασιών» σημείωσε ο ίδιος. «Από αυτές τις οντότητες, 100 ήδη συμμετέχουν σε προγράμματα του European Defence Fund (EDF) και μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι το success story της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας. Η Ελλάδα, ανάλογα με τον πληθυσμό της, είναι πρώτη σε συμμετοχές σε προγράμματα και σε κατακυρώσεις προγραμμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Φέτος συμμετέχουμε στο 57% των προγραμμάτων», πρόσθεσε.
Εν συνεχεία τόνισε ότι ο ΣΕΚΠΥ ιδρύθηκε το 1984 και σήμερα έχει 230 μέλη, εταιρείες της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. «Θεωρούμε ότι ξεπερνάμε τους 14.000 ανθρώπους. Βέβαια οι εταιρείες δεν είναι όλες 100% αμυντικές. Υπάρχουν εταιρείες που είναι 100% αμυντικές και υπάρχουν εταιρείες οι οποίες τα προϊόντα τους χρησιμοποιούνται και σε πολιτική χρήση» δήλωσε ο ίδιος. «Επειδή λοιπόν δεν υπάρχει μια έγκυρη εικόνα ο ΣΕΚΠΥ έχει ξεκινήσει μια συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης το οποίο τώρα βρίσκεται σε επαφή με τη ΓΔΑΕΕ για να καταγράψουν για πρώτη φορά την αμυντική βιομηχανία», σημείωσε μεταξύ άλλων.
Ο πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ αναφέρθηκε και στο ζήτημα των προμηθειών, θυμίζοντας ότι στο παρελθόν στην Ελλάδα είχαμε μέχρι το 2011 νομοθεσία που απαιτούσε από κάθε εξοπλιστική προμήθεια άνω των 10 εκατ. ευρώ 30%, Εγχώρια Προστιθέμενη Αξία (ΕΠΑ), δηλαδή θα έπρεπε πιστοποιημένα σε κάθε πρόγραμμα το 30% να έχει γίνει στη χώρα μας. Σε αυτό προστίθονταν και τα αντισταθμιστικά και τα Offset, που έφταναν στο 10%, άρα είχαμε ένα περίπου το 40% που έπρεπε να γίνει στη χώρα. «Δυστυχώς το 2011 μέσα στην δίνη της κρίσης η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να ακυρώσει πλήρως οποιαδήποτε μέτρο υπήρχε για την στήριξη αμοιβής της βιομηχανίας και να ακολουθήσουμε copy-paste την Ευρωπαϊκή Οδηγία του 2009. Το αποτέλεσμα ήταν ο περίφημος νόμος περί μη προμηθειών» ανέφερε.
«Την περίοδο 2019-2020 έγινε τροποποίηση, χωρίς όμως οι αρμόδιοι να μπουν στην ουσία του νόμου παρά τις βελτιώσεις που έγιναν. Αποτέλεσμα σήμερα να έχουμε διακρατικές συμφωνίες και απευθείας αναθέσεις γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνουν προμήθειες. Γι’ αυτό και όλες οι προμήθειες που έχουν γίνει μέχρι τώρα έχουν γίνει με τις εξαιρέσεις του νόμου. Δηλαδή κάθε προμήθεια που πηγαίνει στη Βουλή και βαφτίζονται οι όροι της σύμβασης, νόμος», τόνισε ο κ. Ροζολής.
Ακόμα, ο πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ αναφέρθηκε στις βασικές θέσεις του Συνδέσμου, οι οποίες όπως σημείωσε δεν είναι θέσεις συντεχνιακές. «Εμείς λέμε ότι η χώρα μας είναι αναγκασμένη να ξοδεύει ένα μεγάλο ποσό σε εξοπλισμούς. Μπορεί να συμβαίνει και σε εμάς ότι γίνεται σε όλες τις χώρες του κόσμου, να επιτυγχάνουν το λιγότερο 30% βιομηχανικές επιστροφές. Οι βιομηχανικές επιστροφές είναι η βελτιωμένη έκδοση της ΕΠΑ. Η εγχώρια προστιθέμενη αξία δηλαδή στο προϊόν που αγόρασες», τόνισε.
Στη συνέχεια ο πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ αναφέρθηκε στις συμβάσεις follow on support που υπάρχουν και είναι για την εν συνεχεία τεχνική υποστήριξη καθώς τα κύρια οπλικά συστήματα ζουν στους στρατούς πάνω από 30 χρόνια. Όπως τόνισε μεταξύ άλλων, στην Ελλάδα έχουμε ακόμα τα F-16 του 1988, έχουμε φρεγάτες που ξεπεράσανε τα 30 ή 40 χρόνια. Έχει υπολογιστεί ότι το κόστος για να κρατήσεις αυτά τα υλικά σε επιχειρησιακή ετοιμότητα ξεπερνάει τις 3 με 4 φορές της αγοράς. Δηλαδή αν δώσεις ένα δις για να αγοράσεις ένα καράβι θα ξοδέψεις άλλα δύο δις στα 40 χρόνια που το έχεις για να το κρατήσεις αξιόμαχο. Ο κ. Ροζολής έφερε το παράδειγμα της αγοράς των F-35: «Όταν έχεις συμφωνήσει την τιμή και μετά ζητάς κάτι, είναι λογικό ότι ο πωλητής είτε μην σου το δώσει, είτε θα σου το δώσει με τέτοιους όρους που δεν θα αξίζει. Όλες οι χώρες λοιπόν τη διαπραγμάτευση την κάνουν πριν».
Τέτοιο επιτυχημένο παράδειγμα, σημείωσε, αποτελεί το 30% της ΜΕΤΚΑ στο, Βόλο για τη σύμβαση με τα Leopard. «Από τα ελληνικά Leopard έδωσε σε ελληνικές εταιρείες 30% έργο και σε μία από αυτές έδωσε πολύ σοβαρό έργο στη ΜΕΤΚΑ να φτιάχνει κομμάτια του πύργου.Το αποτέλεσμα είναι ότι μετά από χρόνια η ελληνική εταιρεία με τους Έλληνες Μηχανικούς ανέπτυξε μεθόδους που κάνουν ασύμφορο στους Γερμανούς την κατασκευή σε άλλη χώρα».
Ακόμα, αναφέρθηκε στις συμμετοχές της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στα οπλικά συστήματα Stinger,Iris κ.α. «Αν σκεφτούμε λοιπόν πόσους πυραύλους έχουμε πάρει από την MBDA (Exocet, Meteor, Mika, Aster) δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η Ελλάδα να μην είναι μέλος της κοινοπραξίας της MBDA», υπογράμμισε. Η Ελλάδα των 10-11 εκατομμυρίων και με την υψηλή τεχνολογική δυναμική που έχει θα μπορούσε να συμμετέχει σε όλα τα κοινοπρακτικά προγράμματα. Αφού τελικά θα πάρουμε F-35 γιατί να μην είμαστε μέσα στην κοινοπραξία και σε οποιοδήποτε άλλο καινούργιο ευρωπαϊκό άρμα.
Μιλώντας για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ο ίδιος σημείωσε ότι «αυτό που γίνεται στην Ευρώπη σήμερα γίνεται μια φορά στα 50 χρόνια. Είναι μια τεράστια ευκαιρία. Δεν είναι τζάμπα λεφτά τα 800 δις. Τα 650 δισ, είναι με υπέρβαση του χρέους και άρα οι πολίτες θα τα πληρώσουν και τα 150 είναι δάνεια. Παρόλα αυτά είναι μια τεράστια ευκαιρία. Αλλά πρέπει να την αξιοποιήσει η Ελλάδα. Από τα 13 δις. που έχουμε δώσει μέχρι σήμερα υπολογίζουμε ότι δεν έχουμε ξεπεράσει το 2 με 3% σε συμμετοχή. Θέλει λοιπόν στρατηγική».
Επίσης αναφέρθηκε στο πάγιο αίτημα του ΣΕΚΠΥ για την δημιουργία υφυπουργείου ή γενικής γραμματείας με αποκλειστικό αντικείμενο την αμυντική βιομηχανία. «Μέσα στο υπάρχον υπουργείο (Άμυνας) να υπάρξει μια διεύθυνση στην οποία να μπορεί να ηγείται στο βαθμό ενός γραμματέα ή ενός υφυπουργού και δεν είναι τυχαίο αυτό, πρέπει να είναι πάνω από τους κλάδους για να μπορεί να επιβάλλει πράγματα. Δεν μπορεί να είναι ένας απλός γενικός διευθυντής του υπουργείου και στο οποίο θα προσληφθεί κόσμος που θα μείνει για πολλά χρόνια. Όσες είναι οι υπηρεσίες που διαχειρίζονται το ΕΣΠΑ έτσι πρέπει να είναι και για την αμυντική βιομηχανία», τόνισε.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Κύπρου, όπου πριν από πέντε χρόνια για την Κυπριακή Αμυντική Βιομηχανία ήταν κάποιες λίγες εταιρείες και σήμερα έχουν εντυπωσιακή εξέλιξη. Έχουν φτιάξει, με τον αντίστοιχο ΣΕΚΠΥ, Γενική Γραμματεία Αμυντικής Βιομηχανίας στην οποία προϊσταται ο Πρόεδρος Κυπριακής Δημοκρατίας και μετέχουν ο Υπουργός Άμυνας, οι Ένοπλες Δυνάμεις, στελέχη από τη βιομηχανία και έτσι αποφασίζει την στρατηγική.
«Αυτό που μας λείπει σήμερα είναι η στρατηγική των επόμενων πέντε ετών, που θέλουμε να πάει η αμυντική βιομηχανία, τι θέλουμε να φτιάξουμε στην Ελλάδα. Γιατί εμείς σήμερα τα αντιμετωπίζουμε όλα ala cart, παίρνουμε Rafale γιατί βιαζόμαστε με μηδέν συμμετοχή, στις φρεγάτες καταφέραμε με διαπραγμάτευση και πίεση και σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου υπάρχει δέσμευση των Γάλλων για 12% συμμετοχή μέχρι τα επόμενα χρόνια μετά την τέταρτη Belharra θα ξεπεράσει το 15%. Άρα είναι εφικτό. Η Naval Group και η Fincantieri προσέφεραν πάνω από 30% για τις κορβέτες», επισήμανε ο πρόεδρος του ΣΕΚΠΥ.
Μιλώντας για τις δύο κρατικές εταιρείες σχολίασε ειδικά για την ΕΑΒ ότι «χαροπαλεύει» ενώ θα έπρεπε να ανοίγει σαμπάνιες. Υπάρχουν συμβόλαια πάνω από 5 δισεκατομμύρια για Rafale και F-35και η ΕΑΒ δεν μπορεί να δει κανένα φως στο βάθος του τούνελ, πρέπει να βρεθεί λύση.
Πρέπει να βρεθεί λύση γιατί με τη μορφή που είναι σήμερα του δημοσίου δεν μπορεί να κάνεις τίποτα, δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι μια αεροδιαστημική βιομηχανία. «Εάν δηλαδή είναι να παραμείνει με αυτήν την αρρωστημένη κατάσταση, εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να μπει μέσα ιδιωτικός φορέας, ο οποίος όμως ιδιωτικός φορέας με κάποιο συμβόλαιο. Να είναι ιδιοκτησία μιας ξένης εταιρείας, να έχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου. Και από εκεί πέρα το κράτος μπορεί να κρατήσει ένα ποσοστό», τόνισε ο κ. Ροζολής.
Καταλήγοντας αναφέρθηκε στην πολύ μεγάλη σημασία που έχει το πρόγραμμα ReArm στην Ευρώπη καθώς είναι κάτι που θα πρέπει να εκμεταλλευτεί η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία προκειμένου να αποκτήσει υποδομές για το μέλλον: «Χρειαζόμαστε μια αρμόδια δημόσια δομή που θα θέσει την στρατηγική, έτσι ώστε να υλοποιηθεί η συμμετοχή κατά 30% στα εξοπλιστικά πργοράμματα, η συμμετοχή της χώρας στο ReArm και σε όλες τις ευκαιρίες που θα εμφανιστούν οι οποίες δεν θα είναι μόνιμες, θα είναι για ένα, δύο, τρία χρόνια. Θα φτιαχτούν οι κοινοπραξίες, θα φτιαχτούν τα εργοστάσια και μετά τελείωσε» τόνισε καταλήγωντας.