H DBRS άνοιξε τον χορό των αξιολογήσεων για την ελληνική οικονομία το 2025. Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο σε ΒΒΒ (από BBB low), με σταθερό outlook. Πρόκειται για μία ακόμη ψήφο εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών στη δυναμική της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν σταματά να αναπτύσσεται και να δείχνει αυξημένη αντοχή εν μέσω συνεχιζόμενων γεωπολιτικών αναταράξεων. Η DBRS είχε φροντίσει να δείξει τις προθέσεις της, όταν απέδωσε πριν από λίγες ημέρες τα εύσημα στις ελληνικές τράπεζες, κάνοντας λόγο για ισχυρά μεγέθη το 2024.
Η DBRS ήταν ο πρώτος από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης που έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, τον Σεπτέμβριο του 2023 (σ.σ. η γερμανική Scope δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί από την ΕΚΤ). Έναν χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2024, ο καναδικός οίκος αξιολόγησης διατήρησε το ελληνικό αξιόχρεο στη βαθμίδα BBB (low), αναβαθμίζοντας σε θετικό (από ουδέτερο) το outlook.
Η αξιολόγηση της DBRS για την Ελλάδα
Όπως αναφέρει στην έκθεση που συνοδεύει την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, η αναβάθμιση του αξιόχρεου στη βαθμίδα BBB αντικατοπτρίζει την άποψη της DBRS ότι «οι κίνδυνοι στο τραπεζικό σύστημα έχουν υποχωρήσει», την ώρα που συνεχίζεται «η υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων». Και εξηγεί: «Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τα θεμελιώδη μεγέθη τους, είναι πιο ανθεκτικές και είναι καλά τοποθετημένες για να παρέχουν πιστώσεις στην οικονομία. Παράλληλα, εμφανίζουν σημαντική μείωση του δείκτη κόκκινων δανείων, ο οποίος βρίσκεται πλέον κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), ενώ υπάρχει και η προσδοκία ότι οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (ΑΦΠ) θα μειωθούν ταχύτερα απ’ ό,τι αρχικά αναμενόταν». Επιπλέον, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της DBRS, υποστηριζόμενο από την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, «το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) μείωσε τις συμμετοχές του σε συστημικές τράπεζες, χαλαρώνοντας τη σύνδεση μεταξύ του κράτους και του τραπεζικού τομέα».
«Έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της ποιότητας των πιστώσεων και των κεφαλαίων, είναι πλέον πιο ανθεκτικός σε σχέση με το παρελθόν. Οι πρόσφατοι κλυδωνισμοί, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού κόστους των επιτοκίων, δεν εμπόδισαν τον συνολικό ακαθάριστο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να συνεχίσει να μειώνεται. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), διαμορφώθηκε στο 3,3% το γ΄ τρίμηνο του 2024, μειωμένος κατά περισσότερες από 40 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή του το γ’ τρίμηνο του 2016. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων “Ηρακλής”Hercules» επισημαίνεται ακόμη. Και προστίθεται: «Η συγχώνευση μεταξύ της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας, αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τη μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού συστήματος προς τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, που κυμαίνεται γύρω στο 2%.Επιπλέον, οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, έχουν μεγαλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με τη στήριξη της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Στο μέλλον, η Morningstar DBRS αναμένει ότι η διαφοροποίηση των εσόδων των ελληνικών τραπεζών θα βελτιωθεί, αντανακλώντας οργανικές και ανόργανες στρατηγικές δράσεις.
Για το ελληνικό χρέος και τον λόγο προς το ΑΕΠ, η DBRS εκτιμά ότι θα έχει μειωθεί κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες από το 2023 στο 154% στο τέλος του 2024. «Τα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να υπερκαλύπτουν τους δημοσιονομικούς στόχους με αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν αυξημένα στο μέλλον. Αυτό θα διευκολύνει πιθανότατα την περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, ο οποίος προβλέπεται να μειωθεί κάτω από το 140% έως το 2027» επισημαίνεται στην έκθεση.
Σύμφωνα με την DBRS, οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας φαίνεται να ενισχύονται σημαντικά από τη διακυβέρνηση, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και τις μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους. Η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, οι οποίες, μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της ΕΕ (σ.σ. Ταμείο Ανάκαμψης), θα μπορούσαν να βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και να συμβάλουν στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τους ομολόγους της στη ζώνη του ευρώ. Η DBRS, στην αξιολόγησή της για την Ελλάδα, υπενθυμίζει ότι από το 2021 η χώρα υπεραποδίδει της μέσης ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ και «αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί και τα επόμενα δύο χρόνια».
Αφού αναφέρεται στις προβλέψεις του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για το ΑΕΠ (2,2% το 2024, 2,3% το 2025), κάνει ειδική μνεία στην «ισχυρή πολιτική δέσμευση για τη διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής», η οποία αντικατοπτρίζεται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που έχει αντιμετωπίσει η οικονομία από το 2020 και μετά. Στα «μείον», που χρειάζονται προσοχή και αποτελούν τροχοπέδη στις επόμενες αναβαθμίσεις, η DBRS απαριθμεί τον υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Το ραντεβού με τη Moody’s και οι υπόλοιπες αξιολογήσεις
Πλέον, μετά την ψήφο εμπιστοσύνης της DBRS, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, το ενδιαφέρον στρέφεται στο κρίσιμο ραντεβού της επόμενης εβδομάδας. Την Παρασκευή 14 Μαρτίου η Moody’s ανοίγει τα χαρτιά της, αξιολογώντας την ελληνική οικονομία. Είναι ο μοναδικός από τους λεγόμενους «Big 5», που αναγνωρίζει η ΕΚΤ, ο οποίος δεν έχει δώσει ακόμη το πολυπόθητο investment grade στην Ελλάδα. H Moody’s διατηρεί εκτός επενδυτικής βαθμίδας την Ελλάδα (Ba1), έχοντας ωστόσο αναβαθμίσει τις προοπτικές του ελληνικού αξιόχρεου σε θετικό (από ουδέτερο). Μετά τη Moody’s ακολουθούν η Standard & Poor’s (18 Απριλίου), η Fitch (16 Μαΐου) και η Scope (30 Μαΐου), με την οποία κλείνει ο γύρος αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας για το α’ εξάμηνο.
Υπενθυμίζεται ότι το 2024 είχε κλείσει με την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε υψηλότερη θέση εντός επενδυτικής βαθμίδας (BBB με σταθερό outlook) από τον οίκο Scope.
Ολόκληρη η αξιολόγηση της DBRS για την Ελλάδα, ΕΔΩ