Γ.Δ.
1520.82 +0,88%
ACAG
+2,08%
5.9
AEM
-0,99%
4.4445
AKTR
-0,60%
5
BOCHGR
+1,63%
4.99
CENER
+0,55%
9.21
CNLCAP
-1,39%
7.1
DIMAND
+1,37%
8.14
EVR
0,00%
1.5
NOVAL
-1,26%
2.36
OPTIMA
+0,61%
13.28
TITC
+0,70%
43.3
ΑΑΑΚ
0,00%
4.8
ΑΒΑΞ
-0,87%
1.814
ΑΒΕ
-0,45%
0.444
ΑΔΜΗΕ
+2,49%
2.68
ΑΚΡΙΤ
0,00%
0.755
ΑΛΜΥ
+2,47%
4.15
ΑΛΦΑ
+1,00%
1.71
ΑΝΔΡΟ
0,00%
6.4
ΑΡΑΙΓ
+0,29%
10.39
ΑΣΚΟ
+1,29%
3.14
ΑΣΤΑΚ
+1,67%
7.32
ΑΤΕΚ
+9,56%
1.49
ΑΤΡΑΣΤ
0,00%
8.76
ΑΤΤ
+5,88%
0.72
ΑΤΤΙΚΑ
+1,32%
2.31
ΒΙΟ
+0,89%
5.65
ΒΙΟΚΑ
-1,96%
1.755
ΒΙΟΣΚ
+0,69%
1.465
ΒΙΟΤ
0,00%
0.276
ΒΙΣ
0,00%
0.144
ΒΟΣΥΣ
0,00%
2.28
ΓΕΒΚΑ
+3,26%
1.425
ΓΕΚΤΕΡΝΑ
-0,66%
18.08
ΔΑΑ
+1,89%
8.5
ΔΑΙΟΣ
0,00%
3.4
ΔΕΗ
+1,01%
12.99
ΔΟΜΙΚ
+6,59%
2.75
ΔΟΥΡΟ
0,00%
0.25
ΔΡΟΜΕ
0,00%
0.329
ΕΒΡΟΦ
+1,94%
1.84
ΕΕΕ
+1,18%
34.4
ΕΚΤΕΡ
+3,66%
1.7
ΕΛΒΕ
0,00%
5.5
ΕΛΙΝ
+3,77%
2.2
ΕΛΛ
+0,35%
14.45
ΕΛΛΑΚΤΩΡ
0,00%
2.17
ΕΛΠΕ
+1,15%
7.485
ΕΛΣΤΡ
0,00%
2.2
ΕΛΤΟΝ
-0,46%
1.75
ΕΛΧΑ
+0,10%
1.978
ΕΠΙΛΚ
0,00%
0.132
ΕΣΥΜΒ
-0,89%
1.12
ΕΤΕ
+0,64%
8.2
ΕΥΑΠΣ
+0,30%
3.34
ΕΥΔΑΠ
+0,84%
5.99
ΕΥΡΩΒ
+0,30%
2.326
ΕΧΑΕ
+0,53%
4.75
ΙΑΤΡ
+2,99%
1.895
ΙΚΤΙΝ
+1,37%
0.3335
ΙΛΥΔΑ
+0,30%
1.685
ΙΝΚΑΤΔ
0,00%
0.0055
ΙΝΛΙΦ
+0,88%
4.58
ΙΝΛΟΤ
+1,98%
1.032
ΙΝΤΕΚ
+1,37%
5.9
ΙΝΤΕΤ
+0,91%
1.115
ΙΝΤΚΑ
+0,34%
2.93
ΚΑΡΕΛ
0,00%
328
ΚΕΚΡ
+3,23%
1.28
ΚΕΠΕΝ
0,00%
1.74
ΚΟΡΔΕ
-0,91%
0.437
ΚΟΥΑΛ
+0,46%
1.316
ΚΟΥΕΣ
+1,82%
6.14
ΚΡΙ
-1,54%
16
ΚΤΗΛΑ
0,00%
1.7
ΚΥΡΙΟ
-4,00%
0.96
ΛΑΒΙ
+1,23%
0.82
ΛΑΜΔΑ
+0,15%
6.71
ΛΑΜΨΑ
0,00%
37.2
ΛΑΝΑΚ
-2,11%
0.93
ΛΕΒΚ
0,00%
0.276
ΛΕΒΠ
0,00%
0.258
ΛΟΓΟΣ
-0,56%
1.79
ΛΟΥΛΗ
+1,27%
3.18
ΜΑΘΙΟ
0,00%
0.666
ΜΕΒΑ
-3,38%
3.72
ΜΕΝΤΙ
0,00%
2.25
ΜΕΡΚΟ
-7,61%
36.4
ΜΙΓ
+1,42%
2.855
ΜΙΝ
+1,81%
0.505
ΜΟΗ
+0,58%
20.66
ΜΟΝΤΑ
-0,55%
3.62
ΜΟΤΟ
+1,68%
2.72
ΜΟΥΖΚ
0,00%
0.66
ΜΠΕΛΑ
+2,19%
26.1
ΜΠΛΕΚΕΔΡΟΣ
0,00%
3.78
ΜΠΡΙΚ
-0,88%
2.26
ΜΠΤΚ
+1,43%
0.71
ΜΥΤΙΛ
+0,36%
33.52
ΝΑΚΑΣ
-1,85%
3.18
ΝΑΥΠ
+4,79%
0.788
ΞΥΛΚ
+0,76%
0.265
ΞΥΛΠ
0,00%
0.328
ΟΛΘ
+2,17%
28.2
ΟΛΠ
+1,53%
29.95
ΟΛΥΜΠ
+1,20%
2.54
ΟΠΑΠ
+1,47%
16.62
ΟΡΙΛΙΝΑ
-0,63%
0.794
ΟΤΕ
-0,21%
14.51
ΟΤΟΕΛ
+0,57%
10.66
ΠΑΙΡ
-4,95%
0.998
ΠΑΠ
0,00%
2.52
ΠΕΙΡ
+2,58%
4.262
ΠΕΡΦ
+0,19%
5.28
ΠΕΤΡΟ
+1,01%
8
ΠΛΑΘ
+0,26%
3.885
ΠΛΑΚΡ
-0,67%
14.8
ΠΡΔ
-1,69%
0.35
ΠΡΕΜΙΑ
+0,48%
1.25
ΠΡΟΝΤΕΑ
0,00%
6.2
ΠΡΟΦ
+0,96%
5.25
ΡΕΒΟΙΛ
+0,91%
1.655
ΣΑΡ
-0,18%
11.36
ΣΑΡΑΝ
0,00%
1.07
ΣΑΤΟΚ
0,00%
0.028
ΣΕΝΤΡ
0,00%
0.346
ΣΙΔΜΑ
0,00%
1.545
ΣΠΕΙΣ
+0,35%
5.7
ΣΠΙ
-0,34%
0.586
ΣΠΥΡ
0,00%
0.151
ΤΕΝΕΡΓ
0,00%
20
ΤΖΚΑ
+0,35%
1.435
ΤΡΑΣΤΟΡ
0,00%
1.28
ΤΡΕΣΤΑΤΕΣ
+0,84%
1.674
ΥΑΛΚΟ
0,00%
0.162
ΦΛΕΞΟ
0,00%
7.6
ΦΡΙΓΟ
0,00%
0.2
ΦΡΛΚ
+2,86%
4.13
ΧΑΙΔΕ
+6,45%
0.66

Στουρνάρας: Το διεθνές κόστος μεταφοράς δίκοπο μαχαίρι για τη βιομηχανία

Την Ερμούπολη της Σύρου επισκέφθηκε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, για να παρευρεθεί στην παρουσίαση του βιβλίου της Χριστίνας Αγριαντώνη, Ερμούπολη Σύρου, 1823-1940. Στην ομιλία του αναφέρθηκε στις διαρθρωτικές αλλαγές που επηρεάζουν τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας και στη σημασία της χωρικής κατανομής της παραγωγής. Τόνισε πως η αποβιομηχάνιση που παρατηρείται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων, όπως η απώλεια ανταγωνιστικότητας κόστους και η αδυναμία μεταστροφής της οικονομίας σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Παράλληλα, έκανε ειδική αναφορά στον ρόλο του Πειραιά και των ναυτιλιακών δικτύων, τα οποία καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη βιομηχανική εξέλιξη της χώρας.

Ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι οι κρίσεις, αν και προκαλούν οικονομικές αναταράξεις, μπορούν επίσης να απελευθερώσουν πόρους και να δημιουργήσουν νέες προοπτικές ανάπτυξης. Τέλος, επεσήμανε την ανάγκη χάραξης μακροπρόθεσμων στρατηγικών για την ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανίας.

Ακολουθεί η ομιλία του κ. Γιάννη Στουρνάρα:

Με ιδιαίτερα χαρά φιλοξενούμε σήμερα αυτή την εκδήλωση, αφιερωμένη στην κυκλοφορία ενός πολύ σημαντικού βιβλίου, την έκδοση του οποίου υποστήριξε η Τράπεζα της Ελλάδος. Ενός βιβλίου αφιερωμένου σε έναν πολύ ιδιαίτερο τόπο, την Ερμούπολη της Σύρου, η  οποία παρεμπιπτόντως, εδώ και πολλά χρόνια πλέον, έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της ζωής μου και της οικογένειάς μου.

Ενός βιβλίου γραμμένου από μία από τις διαπρεπέστερες οικονομικούς ιστορικούς της γενιάς της, η έρευνα της οποίας είναι συνυφασμένη με τη μελέτη της βιομηχανίας, όχι μόνο από στενά οικονομικής άποψης, αλλά και υπό το πρίσμα της ανθρωπογεωγραφίας, της ιστορίας της τεχνολογίας, της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και της κοινωνιολογίας. Τόσο σε αυτό το βιβλίο, όσο και στο υπόλοιπο έργο της, η Χριστίνα Αγριαντώνη γράφει πρώτα ως ιστορικός, και έπειτα ως οικονομική ιστορικός, και το αποτέλεσμα είναι πάντα μία πυκνή και πολύπλευρη ιστορία, την οποία ως οικονομολόγος μόνο να θαυμάσω και να επαινέσω μπορώ.

Από την άλλη, όσοι από εμάς δεν παύουμε να σκεφτόμαστε πρώτα ως οικονομολόγοι, διαβάζοντας την ιστορία της βιομηχανίας στη Σύρο, δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε σε όρους της λεγόμενης «νέας οικονομικής γεωγραφίας», που εξετάζει τη γεωγραφική συγκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων στον χώρο. Όπως όλες οι «νέες» θεωρίες, έτσι και η νέα οικονομική γεωγραφία στηρίζεται σε αρκετές παλιές ιδέες, από τον von Thünen (1826) έως τον Marshall (1890) και, τους Christaller (1933) και Hoover (1936). Ωστόσο, στη σύγχρονη οικονομική θεωρία, είναι συνδεδεμένη πρωτίστως με το όνομα του Paul Krugman, που έτσι μάλιστα κέρδισε το βραβείο Νόμπελ στα οικονομικά, το 2008. Στον πυρήνα της ερευνητικής δουλειάς του Krugman, δεσπόζει η αλληλεπίδραση των κεντρομόλων και φυγόκεντρων δυνάμεων της οικονομικής γεωγραφίας με το διεθνές εμπόριο. Γι’ αυτό μάλιστα πιστεύω πως ταιριάζει απόλυτα – στα μάτια ενός οικονομολόγου – στην περίπτωση της Ερμούπολης: μιας βιομηχανικής πόλης σε ένα εμπορικό σταυροδρόμι.

Η Χριστίνα Αγριαντώνη δεν υποτάσσεται ασφαλώς σε κάποιο στενό οικονομικό υπόδειγμα. Άλλωστε, μία από τις διαχρονικές αρετές του επιστημονικού της έργου είναι μια υγιής καχυποψία απέναντι σε οποιαδήποτε νομοτέλεια και κάθε στενό θεωρητικό σχήμα. Γι’ αυτό και επισημαίνει στους αναγνώστες ότι «εδώ και πολλά χρόνια, η ιστοριογραφία για την εκβιομηχάνιση έχει απαλλαγεί από το ‘σύνδρομο’ της σύγκρισης με το πρωτοποριακό αγγλικό υπόδειγμα» (σ. 131). Εντούτοις, στην αφήγηση του πρώτου τόμου, ο οικονομολόγος θα συναντήσει όλους αυτούς τους παράγοντες που τα υποδείγματα της οικονομικής γεωγραφίας συνδέουν με τη συγκρότηση βιομηχανικών κέντρων.

Η τυχαιότητα είναι ένας από αυτούς. Ο Krugman αρέσκεται στο να θυμίζει την ιστορία της πόλης Dalton, στην πολιτεία Georgia της Α-μερικής· μιας μικρής πόλης των 35.000 κατοίκων που κυριαρχεί στη διεθνή παραγωγή μοκέτας και χαλιών. Κι όλα αυτά επειδή, το 1895, μια νεαρή κοπέλα πειραματίστηκε με μία παλαιά τεχνική ύφανσης, προκειμένου να φτιάξει μια κουβέρτα ως δώρο για τον γάμο του αδελφού της. Το ένα έφερε το άλλο και το σωρευτικό αποτέλεσμα της συγκέντρωσης τεχνογνωσίας, ανθρώπων, προμηθευτών και δικτύων, οδήγησε το 90% των μοκετών που παράγονται σήμερα σε ολόκληρο κόσμο να προέρχονται από το Dalton!

Η ιστορία της Ερμούπολης δεν είναι εξίσου μακρά, αλλά η αφετηρία της υπήρξε εξίσου τυχαία, σημειώνει η Χριστίνα Αγριαντώνη. Το «έκτακτο» περιστατικό μιας σειράς πολεμικών συγκρούσεων και εκτοπισμών, στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, δημιούργησε έναν προσφυγικό συνοικισμό σε ένα σημείο που «διασταυρώθηκε» με την άνθιση του διαμετακομιστικού εμπορίου. Εκεί συγκεντρώθηκαν επιχειρηματικά κεφάλαια και δεξιότητες. Τυχαία, σε μια μικρή γωνιά του Αιγαίου – μία από τις πολλές που θα μπορούσαν να είχαν αναδειχθεί εκείνα τα χρόνια. Άλλωστε, όπως εξηγεί το βιβλίο, η προστασία της Γαλλίας προς τους καθολικούς πληθυσμούς των Κυκλάδων δεν φαίνεται να έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο.

Από εκεί και πέρα άρχισαν να εμφανίζονται όλες οι ανατροφοδοτήσεις και οι «εξωτερικές οικονομίες κλίμακας» που μελετά η οικονομική γεωγραφία: η μείωση του κόστους μεταφορών, η ανάπτυξη των κτηριακών υποδομών, η διαμόρφωση μιας εγχώριας αγοράς εργασίας, η συσσώρευση δεξιοτήτων και κεφαλαίων, και ούτω καθεξής. Η πορεία δεν ήταν γραμμική, ούτε οι επιδράσεις μονοσήμαντες. Πολύ σωστά, η συγγραφέας μας επισημαίνει την ώθηση που έδωσε στην εκβιομηχάνιση η κρίση που διένυσαν το εμπόριο και η ναυτιλία, εξαιτίας των αλλαγών στην τεχνολογία και τα δίκτυα των μεταφορών. Η κρίση, μας λέει η Χριστίνα Αγριαντώνη, απελευθέρωσε τους πόρους, που είχαν συσσωρεύσει, όμως, το εμπόριο και η ναυτιλία στη Σύρο. Συνεπώς, η ανάπτυξη της πρώτης συριανής βιομηχανίας, χρειάστηκε τόσο την άνθηση, όσο και την κρίση του εμπορίου. Η σωρευμένη τεχνική εμπειρία γύρω από το λιμάνι ήταν εξίσου απαραίτητη με την ανεργία που έπληξε τους ταρσανάδες κατά τη μετάβαση από το ιστίο στον ατμό. Τα εμπορικά κεφάλαια που χρηματοδότησαν την ανέγερση του κτηριακού αποθέματος κοντά στο λιμάνι ήταν εξίσου απαραίτητα με την εμπορική κάμψη που φρόντισε τα κτήρια αυτά να απελευθερωθούν για άλλες χρήσεις, μετά το 1860.

Σε αντίθεση με το αμερικανικό Dalton, ωστόσο, η Σύρος δεν κατάφερε να διατηρήσει αυτή τη θέση στη μακρά διάρκεια. Αντιθέτως, έπαψε σταδιακά να αποτελεί πόλο έλξης του βιομηχανικού κεφαλαίου. Ενδεχομένως γιατί – σε αντίθεση με το Dalton – δεν εξειδικεύτηκε ποτέ σε κάποιο νέο προϊόν, στο οποίο μπορούσε η ίδια, να θέσει τους όρους του ανταγωνισμού. Έτσι, εγκλωβίστηκε στην ανάγκη να διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητά της σε όρους κόστους, όπου σταδιακά βρέθηκε να μειονεκτεί. Η επόμενη βιομηχανία που αναπτύχθηκε, η κλωστοϋφαντουργία, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα δραστηριότητας που σταδιακά εξοβελιζόταν από το κέντρο στην περιφέρεια, σε αναζήτηση χαμηλότερου εργατικού κόστους. Υπό μία έννοια, η αποβιομηχάνιση της Σύρου θυμίζει την μεταγενέστερη αποβιομηχάνιση της Ελλάδας από τη δεκαετία του 1980 και αργότερα, όταν η απώλεια της ανταγωνιστικότητας κόστους δεν αντισταθμίστηκε από στροφή σε κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και τεχνολογίας.

Επιστρέφοντας όμως στη χωρική εξέλιξη, η περίπτωση της Ερμούπολης φαίνεται επίσης να επαληθεύει μία από τις βασικές προβλέψεις των υποδειγμάτων της νέας οικονομικής γεωγραφίας: το διεθνές κόστος μεταφοράς αποτελεί δίκοπο μαχαίρι. Όταν αρχίζει να μειώνεται, επιτρέπει τη δημιουργία των πρώτων βιομηχανικών συγκεντρώσεων – ενδεχομένως και σε παραπάνω από ένα σημεία του χάρτη. Από ένα σημείο και πέρα όμως, η μείωση του κόστους των μεταφορών ευνοεί την ανάδειξη ενός μικρού αριθμού κεντρικών πόλων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτός ο πόλος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Πειραιά. Και δεν είναι τυχαίο, όπως αναδεικνύει το βιβλίο, ότι οι πιο «κινητικοί» πόροι συριανής οικονομίας μετακινήθηκαν σταδιακά από την Ερμούπολη στον Πειραιά. Πρώτα τα κεφάλαια και τα υποκαταστήματα των επιχειρήσεων, έπειτα οι πιο εύπορες επιχειρηματικές οικογένειες, και εν τέλει και ίδιοι οι εργάτες.

Η αναφορά στον Πειραιά μας φέρνει στο ζήτημα της ένταξης της Σύρου στο συνολικό αφήγημα της βιομηχανικής εξέλιξης στην Ελλάδα, από τον 19ο αιώνα έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα τέτοιο αφήγημα υποφώσκει σε ολόκληρο το βιβλίο, αλλά υποτάσσεται πάντα στην τοπική διάσταση, την εμπειρία της Σύρου – που δεν ταυτίζεται με εκείνη της υπόλοιπης Ελλάδας. Προσωπικά, θα ήθελα να έχω διαβάσει περισσότερα για αυτή την αλληλεπίδραση και το σύνολο της χώρας, αλλά μπορώ να καταλάβω γιατί – έχοντας γράψει ξεχωριστές μονογραφίες για το θέμα τούτο – η Χριστίνα Αγριαντώνη επέλεξε σε αυτό το βιβλίο να δώσει προτεραιότητα στο μέρος, έναντι του όλου.

Εξίσου κατανοητοί είναι οι περιορισμοί των οικονομικών δεδομένων για την Ελλάδα του 19ου αιώνα, έστω και αν αυτοί περιορίζουν τα περιθώρια των διεθνών συγκρίσεων. Χάρη στη δουλειά του Bob Allen και των συνεργατών του, η διεθνής συζήτηση για την ιστορία της εκβιομηχάνισης έχει εστιάσει στις σχετικές τιμές των μισθών και της ενέργειας· χάρη στους Kevin Ο’ Rourke και Jefferey Williamson, έχει αναδειχθεί η επίδραση των όρων εμπορίου. Στην Ελλάδα, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ανάλογων επιδράσεων, αλλά δεν υπάρχουν ακόμα οι αντίστοιχες  στατιστικές σειρές.

Το βιβλίο της Χριστίνας Αγριαντώνη είναι γεμάτο ανάλογες ενδείξεις. Οι αναφορές στα μεταφορικά των πρώτων υλών (δέρματα, βαμβάκι), στις τιμές των καυσίμων και κυρίως στους μισθούς, είτε σε σχέση με τον Πειραιά, είτε σε σχέση με διεθνείς ανταγωνιστές είναι άφθονες. Αξιοποιώντας έναν τεράστιο πλούτο μικρο-δεδομένων για τις επιχειρήσεις, προσφέρει πληθώρα στοιχείων για μισθούς, τιμές, ναύλα, κ.ά. Αν είχαμε αντίστοιχα λεπτομερείς καταγραφές για πολλές πόλεις και χρονικά σημεία, η ελληνική εμπειρία θα μπορούσε να ενταχθεί καλύτερα στο διεθνές παράδειγμα.

Ασφαλώς, αυτό δεν είναι έργο ενός ανθρώπου, αλλά πολυετών ερευνητικών πρωτοβουλιών, ανάλογων αυτών που ανέπτυξε το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας σε προηγούμενες δεκαετίες, ή αυτών που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στο δικό μας ιστορικό αρχείο, στην Τράπεζα της Ελλάδος. Πρόθεσή μας είναι μάλιστα να τις εντατικοποιήσουμε, καθιστώντας την Τράπεζα της Ελλάδος κομβική πηγή στατιστικών στοιχείων όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το παρελθόν της ελληνικής οικονομίας. Ενδελεχείς μελέτες, όπως αυτή της Χριστίνας Αγριαντώνη για τη Σύρο, μας αποδεικνύουν ότι πηγές και στοιχεία υπάρχουν – φτάνει να είναι κανείς διατεθειμένος να κάνει σχολαστική έρευνα.

Και η έρευνα στην οποία στηρίζεται αυτό το βιβλίο είναι εντυπωσιακά σχολαστική. Τοπικές εφημερίδες, προξενικές εκθέσεις, αρχεία επιχειρήσεων, εμπορικών και εργατικών σωματείων, δημοτολόγια, συμβολαιογραφικά αρχεία από δάνεια έως προικοσύμφωνα και αγοραπωλησίες γηπέδων για βιομηχανικές εγκαταστάσεις είναι μόνο ορισμένες από τις πηγές περνάνε κάτω από τη μύτη του αναγνώστη, σε διεξοδικές και ενίοτε απολαυστικές υποσημειώσεις· σε μία τουλάχιστον από αυτές εντόπισα και παρατηρήσεις σχετικά με την ορθότητα της σελιδαρίθμησης των τεκμηρίων στα αρχεία των ΓΑΚ – επισήμανση που μόνο μία αρχειοδίφης θα μπορούσε να εκτιμήσει!

Ο πλούτος των δεδομένων, βέβαια, δεν αρκεί. Η πρόκληση συνίσταται στη συνεκτική τους αξιοποίηση και την ανάδειξη διαφορετικών πτυχών της ίδιας ιστορίας. Στην προκείμενη περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό και αναδεικνύει τη μαεστρία και την εμπειρία της συγγραφέως. Θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένες από αυτές τις εναλλακτικές πτυχές.

Η πρώτη είναι οι άνθρωποι. Ο υπότιτλος «βιομηχανίες και βιομήχανοι» που συνοδεύει τον δεύτερο τόμο του έργου, είναι ιδιαίτερα εύστοχος. Το βιβλίο δεν παρακολουθεί μόνο τις επιχειρήσεις, αλλά και τα δίκτυα των οικογενειών και των προσώπων. Η ανάλυση της κοινωνικής προέλευσης των επιχειρηματιών και κυρίως η διαγενεακή σύνδεση – δηλαδή, η παρακολούθηση της κοινωνικής εξέλιξης των διάδοχων γενεών είναι εξόχως διαφωτιστική. Και μπορεί η μέθοδος να είναι οικεία και δοκιμασμένη, ιδίως στη ναυτιλιακή ιστορία, αλλά η μεταφορά της στον δευτερογενή τομέα και σε 175 πρόσωπα, μοιρασμένα σε τρεις γενιές, αποτελεί σημαντική συνεισφορά.

Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη του κόσμου της εργασίας, με τα διαφορετικά του επαγγέλματα, τις κοινωνικές διαστρωματώσεις και τις έμφυλες ανισότητες και διακρίσεις. Και εδώ, η συγγραφέας μπαίνει στον κόπο να διασυνδέσει τα στοιχεία του δημοτολογίου και να ανασυνθέσει την εξέλιξη των εργατικών οικογενειών, για να διαπιστώσει το χαμηλό επίπεδο κοινωνικής κινητικότητας. Το ένα τρίτο περίπου των εργατών, προέρχονται από εργατικές οικογένειες, ενώ και τα παιδιά τους ακολουθούν ανάλογη πορεία. Άλλωστε, η παιδική εργασία αποτελεί μέρος της κανονικότητας εκείνης της εποχής και το ορφανοτροφείο που λειτουργεί στη Σύρο, λειτουργεί παράλληλα ως δεξαμενή φτηνής εργασίας για την κλωστοϋφαντουργία.

Το στοιχείο του φύλου είναι επίσης παρόν σε διάφορα σημεία του βιβλίου, που μας υπενθυμίζει τόσο τις έντονες ανισότητες στις αμοιβές ανδρών-γυναικών, όσο και τον σαφή καταμερισμό του είδους των εργασιών. Εντούτοις, η μονάδα ανάλυσης της συμπεριφοράς παραμένει η οικογένεια, γεγονός που επιτρέπει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Έτσι, η ανεργία που πλήττει το λιμάνι, τα βυρσοδεψία και το Νεώριο, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οδηγεί αρχικά σε αύξηση της προσφοράς εργασίας εκ μέρους των γυναικών και των παιδιών των ιδίων οικογενειών· μακροχρόνια, ωστόσο, οδηγεί σε φυγή των εργατικών νοικοκυριών προς τον Πειραιά, όπου τα μεροκάματα φαίνεται να είναι υψηλότερα.

Η αναφορά στις αποφάσεις του νοικοκυριού και τον καταμερισμό της εργασίας μας φέρνει σε μία άλλη πτυχή της αφήγησης που ξεχωρίζει στο βιβλίο: την παροχή πληθώρας πληροφοριών σχετικά με τη βιοτεχνία και τη χειροτεχνία, πότε ως πρόδρομες δραστηριότητες και πότε ως συμπληρώματα της βιομηχανίας. Η συγγραφέας μπορεί να περιγράφει την Ερμούπολη ως «τυπική μικρή πόλη του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα» με τα «εργαστήρια, τις πρωτο-φάμπρικες και τα πρωτοβιομηχανικά συστήματα παραγωγής», αλλά η λεπτομέρεια με την οποία περιγράφει τη διασύνδεση μεταξύ αυτών των πρωτοβιομηχανικών συστημάτων και της βιομηχανίας είναι κάθε άλλο παρά τυπική – και τη χρωστάμε και πάλι στην ενδελεχή μελέτη του ιστορικού υλικού. Η αφήγηση της εξέλιξης της βυρσοδεψίας, η περιγραφή του τρόπου που λειτουργούσε το Νεώριο και τα γύρω επαγγέλματα, και η καταγραφή των περιπτώσεων όπου οικιακή εργασία – κυρίως γυναικεία – συμπλήρωνε τα ενδιάμεσα στάδια της κλωστοϋφαντουργίας, είναι εξόχως διαφωτιστικές και η χρησιμότητά τους στην ιστοριογραφία ξεπερνούν τα όρια της Σύρου.

Πέραν τούτων, η ιστορία της – «βραδείας», όπως την χαρακτηρίζει – τεχνολογικής εξέλιξης, σπρώχνει την αφήγηση προς άλλο ένα διαφορετικό μονοπάτι και επιτρέπει στη συγγραφέα να επιστρέψει σε ορισμένα από τα παλαιότερά ερευνητικά της λημέρια: τη βιομηχανική «αρχαιολογία», αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι, την ιστορία της τεχνολογίας και την τεχνική εκπαίδευση. Ειδικά ως προς το τελευταίο, είναι σαφές για πολλοστή φορά η υστέρηση της χώρας μας, όχι μόνο στο εθνικό αλλά και στο τοπικό επίπεδο, την οποία προσπαθεί να αναπληρώσει η πρόσληψη «ξένων» τεχνικών, αλλοδαπών ή ετεροχθόνων.

Τέλος, ως κεντρικός τραπεζίτης, δεν θα μπορούσα να μην προσέξω και την πληθώρα των αναφορών σε θέματα συναλλαγών, συναλλαγματικών, δανείων και πιστώσεων. Εκεί μου γεννήθηκαν και ορισμένες απορίες, ως προς το πραγματικό κόστος του χρήματος, μιας και στις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα τον 19ο και πρώιμο 20ο αιώνα, η διάκριση μεταξύ ονομαστικών και πραγματικών επιτοκίων είναι αρκετά σημαντική. Ούτε μου ήταν ξεκάθαρο γιατί η επιβολή της αναγκαστικής κυκλοφορίας, μετά το 1877, αποθάρρυνε τις επενδύσεις στη βιομηχανία, εφόσον ισοδυναμούσε ουσιαστικά με χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής (σ. 151). Πιο πιθανό μου φαίνεται η κρίση να συνδέεται με την αναζωπύρωση του Ανατολικού Ζητήματος, και τις επιπτώσεις του για το εμπόριο της Σύρου – παράγοντα που επισημαίνει άλλωστε η συγγραφέας. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι και στην περίπτωση της Σύρου, το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης της βιομηχανίας δεν προήλθε από το τραπεζικό σύστημα. Με εξαίρεση, αν κατάλαβα καλά, μία περίοδο μετά το 1872, όταν το τοπικό υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας απέκτησε έναν νέο διευθυντή, ονόματι Λεωνίδα Κουτσοδόντη, που μοίραζε δάνεια σε όλους τους γνωστούς ντόπιους, με αποτέλεσμα η Τράπεζα να βρεθεί σύντομα με πολλά «κόκκινα δάνεια» (σ. 255-7)!

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίον η Εθνική Τράπεζα φαίνεται να χειρίστηκε τις πτωχεύεις, μετά το 1876-77: σύμφωνα με τη συγγραφέα, η Τράπεζα προσπάθησε να περιορίσει τις ζημίες της χορηγώντας επιλεκτικά ενυπόθηκες πιστώσεις, τις οποίες συμψήφιζε με παλαιότερα δάνεια. Εντούτοις, χρειάστηκαν κάπου δύο δεκαετίες για να απεμπλακεί από τις εκκρεμότητες αυτών των πτωχεύσεων, εμπειρία που συντέλεσε, κατά τη συγγραφέα, στη μετέπειτα αποστροφή της προς τις βιομηχανικές πιστώσεις και περιπέτειες (σ. 259). Η ιστορία, εν προκειμένω, μας υπενθυμίζει πόσο πιο επώδυνες είναι οι κρίσεις, όταν συνοδεύονται από παρατεταμένες περιόδους απομόχλευσης, κάτι που βιώσαμε πολύ έντονα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ελληνικής δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης

Τέλος, θα ήθελα να κλείσω με δυο λόγια για τον τρόπο που είναι γραμμένο το βιβλίο. Παρότι απαιτητικό, δεν είναι κουραστικό. Διαβάζεται εύκολα, φτάνει να μην προσπαθήσετε να συγκρατήσετε τα ονόματα που παρελαύνουν από τις σελίδες του και – ευτυχώς – ευρετηριάζονται πλήρως στο τέλος κάθε τόμου.

Μην υποτιμήσετε επίσης τον δεύτερο τόμο: ίσα-ίσα, οι ιστορίες μεμονωμένων επιχειρήσεων προσφέρουν αυτοτελείς αφηγήσεις που ξεκουράζουν και σας επιτρέπουν να ξεφύγετε σε απρόσμενα μονοπάτια. Διαβάζοντας την ιστορία της ηλεκτρικής εταιρείας Σύρου, βρέθηκα στη μέση μιας έντονης διαμάχης, στους κόλπους του δημοτικού συμβουλίου, για την επιλογή μεταξύ ασετιλίνης, αεριόφωτος ή ηλεκτροφωτισμού· η διαμάχη, φυσικά, δεν ήταν μόνο τεχνολογική, εφόσον συνδεόταν με διαφορετικές εταιρείες και ομάδες συμφερόντων.

Τέλος, μην υποτιμήσετε τις υποσημειώσεις, που είναι γεμάτες με ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες αλλά και χιούμορ. Πώς αλλιώς θα μάθετε για τον καβγά που σημειώθηκε μεταξύ ενός μεσίτη από το Άργος, και μερικών κρητικών εμπόρων, τον Σεπτέμβρη του 1848. Η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια, γιατί οι Κρητικοί αποκάλεσαν τον μεσίτη «παλιομωραϊτη τζαρουχά», ενώ αυτός τους είπε «μπουρμάδες», δηλαδή τουρκόσπορους.

Συνδυάζοντας ένα τεράστιο όγκο υλικού με την εμπειρία μίας ολόκληρης ζωής στην έρευνα της βιομηχανικής ιστορίας της χώρας, η Χριστίνα Αγριαντώνη προσέφερε στη Σύρο και τους αναγνώστες ένα ανεκτίμητο δώρο: ένα βιβλίο αναφοράς για την ιστορία μιας «πρώιμης βιομηχανικής πόλης στο Αιγαίο», γραμμένο με κέφι και μεράκι, που μας καλεί να ξανασκεφτούμε ευρύτερα θέματα για την ιστορία της χώρας, της βιομηχανίας, αλλά και την αλληλεπίδραση του τυχαίου με το σωρευτικό στη διαμόρφωση της οικονομικής πραγματικότητας. Την ευχαριστούμε πολύ και τη συγχαίρουμε για το αποτέλεσμα!

Διαβάστε επίσης

Γνωρίστε τους Γκωλιστές, τους Ατλαντιστές, τους Αρνητές και τους Πουτινιστές της Ευρώπης

Πώς οι δασμοί του Τραμπ απειλούν το Χόλιγουντ

Φόβοι για νέα κρίση τιμών ενέργειας από το ράλι του φυσικού αερίου

Google News icon
Ακολουθήστε το Powergame.gr στο Google News για άμεση και έγκυρη οικονομική ενημέρωση!