THEPOWERGAME
Όλες σχεδόν οι αλυσίδες από τις top 6 των πιο πολυτελών ξενοδοχείων του κόσμου θέλουν να επενδύσουν στη Μύκονο, δημιουργώντας καταλύματα. Πρόκειται για τις Mandarin Oriental, One and Only, Four Seasons, Aman (η μόνη μέχρι τώρα με 7στερα ξενοδοχεία), καθώς και η Southrock σε συνεργασία με 7στερο brand.
Κάποιες από αυτές έχουν ήδη επενδύσει και έχουν αγοράσει γη, αλλά όπως είπε πρόσφατα σε εκδήλωση του Πανεπιστήμιου Πειραιά ο επικεφαλής της Grivalia, Γ. Χρυσικός, που εκπροσωπεί την αλυσίδα One and Only, «αν μου λέγατε τώρα να επενδύσω στη Μύκονο, θα έλεγα “όχι”».
Παρόμοια είναι η στάση και των υπολοίπων επενδυτών. Ποια είναι η αιτία γι’ αυτή τη στάση σκεπτικισμού;
Με δύο λόγια η ρίζα του προβληματισμού βρίσκεται στις χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης, τη γραφειοκρατία, αλλά και την έμμεση επιβράβευση της παρανομίας με διοικητικές αποφάσεις που εμποδίζουν τις νόμιμες επενδύσεις. Αυτά τα συμπτώματα τα συναντά κανείς ιδίως στη Μύκονο, αλλά και σε άλλες τουριστικές περιοχές της χώρας.
Πολιτικοί, ακαδημαϊκοί παράγοντες και στελέχη επιχειρήσεων που συμμετείχαν στο συνέδριο του Πανεπιστημίου Πειραιά με θέμα τον τουρισμό αξίας και πώς η Ελλάδα μπορεί να φτάσει σε αυτόν, συμφώνησαν σε ορισμένα βασικά σημεία: δεν υπάρχει υπερτουρισμός στη χώρα και ότι τα όποια προβλήματα παρατηρούνται έχουν περιορισμένη έκταση και δεν εκτείνονται πέρα από κάποιες «αιχμές» στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου. Όμως, ένα από τα στοιχεία που κυριάρχησαν στη διάρκεια των συζητήσεων ήταν η άβολη παραδοχή ότι οι επενδύσεις θα πρέπει να περιμένουν μέχρι να ολοκληρωθεί η υλοποίηση των χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων. Εκπρόσωποι εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του τουρισμού -ή σκέφτονται να δραστηριοποιηθούν σε αυτόν- υποδέχθηκαν μάλλον με ανησυχία την εκτίμηση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Περιβάλλοντος Ευθύμιου Μπακογιάννη ότι η συγκεκριμένη διαδικασία θα ολοκληρωθεί το 2027 ή το 2028.
Ένα ακόμα στοιχείο που αναδείχθηκε στη διάρκεια του συνεδρίου ήταν η ανάγκη να μην εφαρμόζονται οριζόντιες ρυθμίσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο κάθε επενδυτική προσπάθεια. Όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε από τον Γ. Δεληκανάκη, επικεφαλής της Southrock, δεν μπορεί μια επένδυση που σχεδιάζεται με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας και απόλυτο σεβασμό στους πόρους και τις υποδομές ενός προορισμού και επιπροσθέτως δεν ζητά επιδότηση, να έχει την ίδια αντιμετώπιση με μια επενδυτική πρόταση που δεν σχεδιάζεται με αυτές τις παραμέτρους. Εκτός από την οριζόντια αντιμετώπιση που -σε απλά ελληνικά- μαζί με τα ξερά καίει και τα χλωρά, υπάρχει και το φαινόμενο της παράνομης οικοδομικής δραστηριότητας να συνεχίζεται ανεμπόδιστα. Την στιγμή οι νόμιμες και βιώσιμες επενδύσεις παγώνουν εξαιτίας των αποφάσεων της διοίκησης. Η οποία διοίκηση, όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος, δεν είναι σε θέση να διακόψει όσους παρανομούν. Το αποτέλεσμα είναι η Μύκονος να εμφανίζεται υπερκορεσμένη, εξαιτίας της παρανομίας. Σε κάθε κάτοικο του κεντρικού Δήμου του νησιού αντιστοιχούν 198 τ.μ. δομημένου χώρου, όμως από αυτά μόλις τα 111 τ.μ. είναι νόμιμα. Δηλαδή, το 45% του δομημένου χώρου σε περιοχές-κλειδιά της Μυκόνου είναι αυθαίρετο και αν κρίνει κανείς από την εμπειρία, περισσότερο πιθανή είναι η εκ των υστέρων νομιμοποίησή τους παρά η κατεδάφισή τους.
Όπως ανέφερε ο Γ. Χρυσικός της One and Only, «η Μύκονος λέμε ότι είναι στο “κόκκινο” από πλευράς φέρουσας ικανότητας επειδή έχει αφεθεί η αυθαίρετη δόμηση. Πόσα αυθαίρετα έχουν χτιστεί στο νησί μετά το 2012 και με βάση το νόμο θα έπρεπε να κατεδαφιστούν; Πόσα αυθαίρετα έχουν χτιστεί μετά την αναστολή κάθε οικοδομικής δραστηριότητας το 2022»;
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι με βάση την εμπειρία που έχει αποκομίσει μέχρι σήμερα, όπου επένδυση που δρομολογήθηκε το 2018 είναι ακόμα στον προθάλαμο της αναμονής έξι χρόνια μετά, δεν θα πήγαινε ξανά στη Μύκονο.
Πολύ εύγλωττα έθεσε το θέμα η Τατιάνα Αγγελίδου, διευθύντρια χωροταξίας, πολεοδομίας & βιώσιμης ανάπτυξης του ομίλου Samaras+Partners που διερωτήθηκε «έχετε δει να κατεδαφίζονται αυθαίρετα στην Ελλάδα;»
Μια άλλη διάσταση ανέδειξε ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος, Βασίλης Γκοιμίσης, συνιδρυτής της Gimisis + Associates που υπογράμμισε ότι το ειδικό χωροταξικό σχέδιο για τον τουρισμό πρέπει να ρυθμίσει πιο αποτελεσματικά την τουριστική δραστηριότητα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των επενδύσεων και όχι μεγέθη όπως είναι για παράδειγμα ο αριθμός των καταλυμάτων.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που αφορά όχι μόνο στον τουρισμό αλλά συνολικά στην οικονομία της χώρας, ενδιαφέρον παρουσίασαν και οι επισημάνσεις του Θεόδωρου Τζούρου Corporate & Investment Banking στην Τράπεζα Πειραιώς, ο οποίος τόνισε ότι οι ξένοι επενδυτές δεν αναπτύσσουν κάτι από το μηδέν στην Ελλάδα αντιλαμβανόμενοι τις χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα -όταν δεν στρέφονται στις επενδύσεις στα ακίνητα- να αγοράζουν έτοιμες επιχειρήσεις, όπως έχει δείξει η εμπειρία μεγάλων επενδυτικών εταιρειών του εξωτερικού που έχουν αποκτήσει τον έλεγχο επιχειρήσεων στην Υγεία ή την Ενέργεια. Αυτό μπορεί να βελτιώνει τους δείκτες αλλά, στο τέλος, δεν ευνοείται το εισόδημα των πολιτών.
Όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε ο Γ. Δεληκανάκης, η χώρα πρέπει να κινείται με ρυθμούς ανάπτυξης σαφώς υψηλότερους του 4%, προκειμένου να βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση των πολιτών και να ανακτηθούν σε εύλογο χρόνο οι απώλειες στο εισόδημα κατά 38% από το 2010.
Καθηγητές, μελετητές και επενδυτές συμφώνησαν, τέλος, ότι η λανθασμένη εντύπωση που προβάλλουν ολοένα και περισσότερο διεθνή Μέσα Επικοινωνίας (Financial Times, Bloomberg, CNN κλπ) ότι η Ελλάδα πάσχει από υπερτουρισμό, μπορεί να αντιμετωπιστεί κυρίως με έναν τρόπο: την κάλυψη των μεγάλων ελλειμμάτων στις υποδομές. Δεν είναι τυχαίο ότι Μύκονος και Σαντορίνη, οι δύο πιο εμβληματικοί τουριστικοί προορισμοί της χώρας (εκτός της Αθήνας) είχαν μείωση αφίξεων και εσόδων, τόσο πέρυσι όσο και το 2024. Η αναστροφή της τάσης μπορεί να γίνει, συμφώνησαν όλοι, με την άμεση υλοποίηση επενδύσεων που θα προσελκύσει τουρισμό ποιότητας.
Διαβάστε επίσης
Φοροδιαφυγή: Τα νέα εργαλεία για την πάταξή της και πώς τα κρίνουν οι πολίτες
Γιάννης Αντετοκούνμπο: ”Mπαίνει” στο γυναικείο μπάσκετ μέσω venture capital
Πρώτες Ύλες: Ζητούνται επενδύσεις 2,7 δισ. ευρώ έως το 2030