THEPOWERGAME
Οι μισθολογικές αυξήσεις είναι μία από τις βασικές παραμέτρους που παρακολουθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), προκειμένου να κατασταλάξουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου για την πορεία των επιτοκίων. Μολονότι, όμως, η αύξηση των μισθών στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρωζώνη, είναι υψηλότερη φέτος σε σχέση με κάθε άλλο έτος από το 2000, τα σημάδια κόπωσης είναι εμφανή από καταναλωτές και επιχειρήσεις σε όλη την Ευρωζώνη, όπως καταδεικνύουν πρόσφατα στοιχεία.
Η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά 0,1% τον Ιούνιο από τον Μάιο, αντανακλώντας μια απογοητευτική επίδοση από προβλέψεις για άνοδο 0,5%. Αποθαρρυντική είναι, επίσης, η αύξηση της απασχόλησης, που περιορίστηκε στο 0,2% μέσα στο β’ τρίμηνο από το 0,3% που ίσχυε για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου. Οι εταιρείες διστάζουν να αυξήσουν τις προσλήψεις.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Ευρωζώνη κατάφερε να παρουσιάσει ρυθμό ανάπτυξης 0,3% στο διάστημα του β’ τριμήνου χάρη στις θετικές επιδόσεις των οικονομιών στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Όμως η οικονομική δραστηριότητα στη Γερμανία συρρικνώθηκε 0,1%, επειδή η βαριά βιομηχανία της χώρας δεν έχει καταφέρει να ανακάμψει μετά την ενεργειακή κρίση που ξέσπασε προ τριετίας και κορυφώθηκε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Ένας από τους λόγους είναι τα υψηλά επιτόκια. Παρά τη μείωση των 25 μονάδων βάσης που αποφασίστηκε στη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Ιούνιο, το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη εξακολουθεί να κινείται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων να διαμορφώνεται στο 3,75%, όταν προ διετίας είχε αρνητικό πρόσημο. Αναλυτές της αγοράς πιθανολογούν πως η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε δύο μειώσεις των επιτοκίων έως τα τέλη του 2024, δίνοντας 80% πιθανότητες και για μια τρίτη φορά, σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg.
Πρόκειται για μια μεγάλη μεταστροφή των προσδοκιών σε σχέση με δύο εβδομάδες πριν, όταν το βασικό σενάριο διέβλεπε ακόμη μία μείωση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο. Στο μεσοδιάστημα, όμως, έλαβε χώρα μια μεγάλη ρευστοποίηση θέσεων από τα διεθνή χρηματιστήρια, επειδή ενισχύθηκαν φόβοι και για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας.
Εκτός της αδυναμίας που καθορίζει τη βαριά βιομηχανία της Γερμανίας, η Ευρωζώνη παρουσίασε επίσης πτώση της δραστηριότητας στον κλάδο των υπηρεσιών. Αν και ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (ΡΜΙ) παραμένει πάνω από το 50, το οποίο αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη συρρίκνωση, υποχώρησε τον Ιούλιο στο 51,9 από το 52,8 τον Ιούνιο.
Αν και οι μισθοί στη Γερμανία εκτιμάται από το Ινστιτούτο Οικονομικής και Κοινωνικής Έρευνας (WSI) πως θα έχουν ενισχυθεί κατά 5,6% κατά τη διάρκεια του 2024, η ΕΚΤ έχει αναγνωρίσει πως αυτή η αναπροσαρμογή ήταν απαραίτητη, προκειμένου να αντεπεξέλθουν τα νοικοκυριά στην αύξηση του κόστους διαβίωσης που προκάλεσε ο πληθωρισμός μετά την πανδημία και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Όπως επισημαίνουν οι Financial Times, με τις μισθολογικές αυξήσεις του 5,6% καλύπτεται μόνον το ήμισυ των απωλειών που υπέστησαν οι Γερμανοί την περίοδο 2021-2023.
Συν τοις άλλοις, η βελτίωση στην καταναλωτική εμπιστοσύνη είναι σταδιακή. Ναι μεν ο Δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης ενισχύθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα τον Ιούλιο στο -13 από τον Ιούνιο, αντανακλώντας το υψηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2022, απέχει όμως από το -2,2 που ίσχυε τον Ιούλιο του 2021.
Υπάρχει, ωστόσο, μερίδα οικονομολόγων που θεωρούν πως οι μισθολογικές αυξήσεις στη Γερμανία μπορεί να ωθήσουν την ΕΚΤ να ακολουθήσει μια συντηρητική γραμμή ως προς τη διαχείριση των επιτοκίων, μειώνοντας τις πιθανότητες για αισθητή μείωση έως τα τέλη του 2024. Εντούτοις, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είχε εκτιμήσει πως οι μισθολογικές αυξήσεις θα είναι πιο μετριοπαθείς τα επόμενα χρόνια, μετά τη φετινή αναπροσαρμογή.
Διαβάστε επίσης
Αθηναϊκές στοές: Ποιες αποκτούν εκ νέου ζωή και ποιες μένουν στα αζήτητα
Κούρεμα προστίμων για τους ειλικρινείς φορολογούμενους
Φωτοβολταϊκά στις στέγες: “Ουρά” για να συνδεθούν στο δίκτυο