THEPOWERGAME
Είναι σαφές ότι όταν ένας προορισμός προσελκύει περισσότερους τουρίστες, τότε έχει αυξημένα έσοδα, αλλά και έξοδα. Και επειδή πέρα από το πόσα μπαίνουν και πόσα βγαίνουν από τα ταμεία, ο τουρισμός έχει και πολλά έμμεσα έσοδα και έξοδα, ο υπολογισμός της οικονομικής του επίδρασης δεν είναι μια απλή προσθαφαίρεση. Και σίγουρα δεν είναι η απλή διαίρεση που παρουσίασε ο δήμαρχος Αθηναίων, Χάρης Δούκας, σε πρόσφατο άρθρο του, καταλήγοντας στο αποτέλεσμα ότι «η Αθήνα εισέπραξε μόλις 42 λεπτά ανά τουρίστα που επισκέφθηκε την πόλη το 2023».
Ο κ. Δούκας αναφέρει ότι ο Δήμος Αθηναίων εισέπραξε το 2023 μόλις 2.714.664 ευρώ για περίπου 6,5 εκατ. τουρίστες, χωρίς ωστόσο να αναφέρει τι είναι αυτό το ποσό. Αν υποτεθεί ότι ο δήμαρχος αναφέρεται στο τέλος παρεπιδημούντων, το οποίο είναι 0,5% του τζίρου, τότε σίγουρα υπάρχει κάποιο λάθος στα ποσά που εισπράχθηκαν σε σχέση με τα ποσά που θα έπρεπε να εισπραχθούν. Και αυτό φαίνεται με μια απλή αναζήτηση στα στοιχεία που συγκεντρώνει και επεξεργάζεται το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ).
Συγκεκριμένα, για το 2022, που αφορά τα τελευταία ολοκληρωμένα στοιχεία που διαθέτει το ΙΝΣΕΤΕ, στην Αθήνα διανυκτέρευσαν 5,6 εκατομμύρια επισκέπτες, πραγματοποιώντας 35,1 εκατ. διανυκτερεύσεις. Τα έσοδα που καταγράφηκαν από αυτές τις διανυκτερεύσεις ανήλθαν σε 2,849 δισ. ευρώ. Άρα, το τέλος παρεπιδημούντων 0,5% επί του τζίρου είναι 14,2 εκατ. ευρώ. Αυτή η διαίρεση βγάζει αποτέλεσμα περίπου 2,5 ευρώ έσοδα ανά τουρίστα για τον Δήμο το 2022.
Θα πρέπει βέβαια να διευκρινίσουμε ότι τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ δεν αφορούν τα ξενοδοχεία που βρίσκονται αποκλειστικά εντός του δήμου της Αθήνας. Υπάρχουν και πολλές ξενοδοχειακές μονάδες σε άλλους δήμους που συνυπολογίζονται στον «προορισμό Αθήνα». Αυτό όμως σημαίνει ότι και ο αριθμός των 6,5 εκατ. τουριστών που αναφέρει ο κ. Δούκας δεν αφορά τουρίστες που διαμένουν αναγκαστικά εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου. Αλλά ούτε και τουρίστες που διαμένουν αποκλειστικά σε ξενοδοχεία, αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτήν τη στιγμή στην Αττική λειτουργούν περίπου 13.000 κατοικίες βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Πάντως, με δεδομένο ότι το 2023 η πληρότητα των ξενοδοχείων της Αθήνας σημείωσε αύξηση κατά περίπου 10% έναντι του 2022, και σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών-Αττικής, Αργοσαρωνικού (ΕΞΑ-ΑΑ) το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο αυξήθηκε κατά 25%, είναι προφανές ότι ο τζίρος των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων ήταν ακόμα μεγαλύτερος. Και συνεπακόλουθα ήταν μεγαλύτερο και το τέλος παρεπιδημούντων που έπρεπε να καταβάλουν.
Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι περίπου το 60% των αφίξεων αλλά και των εσόδων αφορά τον Δήμο της Αθήνας, τότε το τέλος παρεπιδημούντων για το 2023 φτάνει χονδρικά στα 8,5 εκατ. ευρώ.
«Η οικονομική συνεισφορά των ξενοδοχείων είναι ήδη πολύ μεγάλη. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, τα ξενοδοχεία καταβάλλουν συνολικά 23 φόρους και τέλη προς το κράτος και τους δήμους. Επιπλέον, τα ξενοδοχεία της Αθήνας έχουν συμβάλει με πολλαπλούς τρόπους στην πόλη, όπως με δωρεές για έργα στην πόλη, με προσφορά χιλιάδων δωρεάν δωματίων για τον τουρισμό και τον πολιτισμό, ακόμη και για τα πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα της πόλης μας», επισημαίνει στο powergame.gr ο γραμματέας της ΕΞΑ-ΑΑ, Ευγένιος Βασιλικός.
Υπόλοιποι φόροι και έμμεσα έσοδα
Ένας δήμος, όμως, δεν εισπράττει μόνο τέλος παρεπιδημούντων από τον τουρισμό. Εισπράττει και δημοτικά τέλη και δημοτικό φόρο μέσα από τους λογαριασμούς του ρεύματος, έσοδα που λογίζονται ως ανταποδοτικά, καθώς οφείλουν να κατευθύνονται στη συντήρηση των υποδομών και σε υπηρεσίες όπως η καθαριότητα και ο φωτισμός των δρόμων. Και αν μιλήσουμε για το κέντρο της Αθήνας, το επίπεδο της καθαριότητας και του φωτισμού υπολείπεται σημαντικά από αυτό που θα έπρεπε να είναι και αυτό που αξίζει να έχει μια σύγχρονη πρωτεύουσα, τόσο για τους πολίτες που διαμένουν, εργάζονται και κυκλοφορούν όσο και για τους τουρίστες της.
Επιπλέον, οι τουρίστες πραγματοποιούν και μια σειρά άλλων εξόδων κατά την παραμονή τους στον προορισμό. Εστιατόρια, μπαρ, καταστήματα διασκέδασης γενικώς, εμπορικά καταστήματα και πολλά ακόμα αυξάνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, λόγω του αυξημένου τζίρου από τον τουρισμό. Και αυτό αποτυπώνεται και στα ποσά που αποδίδονται μέσω διάφορων φόρων και τελών υπέρ του δήμου.
Στο άρθρο του ο κ. Δούκας ζητεί το τέλος παρεπιδημούντων να αποδίδεται στον δήμο στο ποσοστό 2% και όχι στο 0,5% και το τέλος ανθεκτικότητας να αποτελεί έσοδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Να σημειώσουμε, δε, ότι το 2024 τα έσοδα των δήμων από το τέλος παρεπιδημούντων θα αυξηθούν, καθώς πλέον το καταβάλλουν και τα καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα. Όσο για το τέλος ανθεκτικότητας, η απόδοσή του στην τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί αίτημα και των ίδιων των ξενοδόχων.