THEPOWERGAME
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι τέσσερις με πέντε φορές υψηλότερος από τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη, κάτι που δείχνει την επιτυχία της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται από την κυβέρνηση, ανέφερε μεταξύ άλλων ο Κωστής Χατζηδάκης. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μιλώντας στο Bloomberg την Πέμπτη (18/4), στο περιθώριο των εαρινών συναντήσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείοy και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον, εστίασε στους δύο πυλώνες πάνω στους οποίους έχει δομηθεί η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης: α) δημοσιονομική πειθαρχία και β) φιλική προς τις επιχειρήσεις προσέγγιση.
«Όπως γνωρίζετε, είχαμε μια πολύ δραματική εμπειρία την περασμένη δεκαετία και νομίζω ότι πήραμε το μάθημά μας. Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να βασίσει στον ίδιο δρόμο, για να προσελκύσει ακόμα περισσότερες επενδύσεις από το εξωτερικό» συνέχισε, υπογραμμίζοντας ότι η δημοσιονομική πειθαρχία παραμένει προτεραιότητα. «Μειώσαμε σημαντικά την ανεργία, δημιουργήσαμε νέες θέσεις εργασίας και συνεχίζουμε στο ίδιο μοτίβο, καθώς πρόκειται για “πατριωτικό καθήκον”» ανέφερε ακόμη.
Για το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας σημείωσε ότι η Ευρώπη πρέπει να εστιάσει στον συγκεκριμένο τομέα στο εγγύς μέλλον. Απαντώντας, μάλιστα, σε ερώτηση για πώς μπορεί να συμβαδίσει η ανταγωνιστικότητα με τη δημοσιονομική πειθαρχία, την ώρα που άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, επενδύουν τεράστια κεφάλαια παρά το υψηλό χρέος, ο κ. Χατζηδάκης σημείωσε ότι η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και να βρει λύσεις.
Για τις αμυντικές δαπάνες και τον στόχο του 2% που θέτει το ΝΑΤΟ για κάθε κράτος-μέλος, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών σημείωσε ότι όλες οι χώρες πρέπει να «συμμορφωθούν με τους κανόνες», επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη μετά την Πολωνία που έχει το μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες (3%).
Σε ερώτηση για τις αμερικανικές εκλογές και την πιθανότητα ο Ντόναλντ Τραμπ να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, ο Κωστής Χατζηδάκης σημείωσε ότι Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν αποδείξει στο παρελθόν ότι μπορούν να συνεργάζονται καλά και αυτό θα κληθούν να πράξουν και μετά τις κάλπες της 4ης Νοεμβρίου στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού.