THEPOWERGAME
Αν και η οικονομική αβεβαιότητα πιθανότατα θα συνεχιστεί το 2024, όπως δείχνουν οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, το οργανωμένο λιανεμπόριο προσβλέπει σε ανάπτυξη πωλήσεων και κερδοφορίας, ποντάροντας σε καλύτερη ποιότητα ανταγωνισμού με τη σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της πληθωριστικής κρίσης, που έδωσε σημάδια αποκλιμάκωσης.
Στελέχη του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας τονίζουν ότι το πρόβλημα της ακρίβειας στην Ελλάδα δεν είναι πλέον μεγαλύτερο από αυτό που αντιμετωπίζουν οι υπόλοιπες χώρες στην Ευρώπη.
Αν και δεν αμφισβητείται ότι υπάρχει πρόβλημα, οι διαβουλεύσεις μεταξύ στελεχών της κυβέρνησης και της αγοράς εστιάζουν σε λιγότερο παρεμβατικά και περισσότερο διαρθρωτικά μέτρα. Έτσι, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές για τις προσφορές και τις εκπτώσεις, και απ’ ό,τι φαίνεται οι ρυθμίσεις από την πλευρά του κράτους τη βάση υπολογισμού της κερδοφορίας δεν θα έχουν μεγάλη διάρκεια, υπό την προϋπόθεση ότι η ένταση μεταξύ Ιράν – Ισραήλ δεν θα κλιμακωθεί, γεγονός που θα θέσει νέα δεδομένα. Στον βαθμό δε που επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες των αλυσίδων για απόσυρση του μέτρου για το πλαφόν στα περιθώρια κέρδους, θα υπάρξει μεγαλύτερη ευελιξία στο πεδίο του ανταγωνισμού και θα ευνοηθεί η ανάπτυξη της κερδοφορίας του κλάδου.
Σημειώνεται ότι για τον ευρωπαϊκό κλάδο σούπερ μάρκετ, του ελληνικού συμπεριλαμβανομένου, το 2023 ήταν μια χρονιά προκλήσεων, με επιβράδυνση του όγκου και ανάπτυξη χαμηλότερη από τον ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού τροφίμων, καθώς οι καταναλωτές αντιμετώπισαν υψηλότερο κόστος διαβίωσης με αποτέλεσμα να σφίξουν το ζωνάρι. Ο πληθωρισμός των τιμών στα τρόφιμα στην Ευρώπη ήταν 12,8% το 2023, ενώ οι πωλήσεις ειδών παντοπωλείου αυξήθηκαν με ρυθμό μόνο 8,6%. Οι discounters και οι ιδιωτικές ετικέτες επωφελήθηκαν από αυτό το περιβάλλον, τάση που επιβεβαιώθηκε στην Ελλάδα.
Ο τζίρος των σούπερ μάρκετ αυξήθηκε γύρω στο 10%, σύμφωνα με τον μέσο όρο των εκτιμήσεων που δημοσίευσαν εταιρείες μελετών, με αύξηση όγκου γύρω στο 2,5%. Την ίδια περίοδο ο μέσος πληθωρισμός ήταν στο 4,2% και ο πληθωρισμός τροφίμων σε τριπλάσια επίπεδα, 11,7%. Σήμερα ο πληθωρισμός τροφίμων έχει υποχωρήσει από τα επίπεδα του 14,3% πριν από έναν χρόνο σε 5,3% τον Μάρτιο (2024), σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, με γενικό πληθωρισμό από 4,6% σε 3,2% αντίστοιχα. Αν και το πρόβλημα παραμένει οξύ, ειδικά σε κατηγορίες όπως το ελαιόλαδο, τα φρούτα και οι χυμοί (με αυξήσεις τιμών 67,2%, 12,7% και 11,4%), η χώρα έχει βελτιώσει τη θέση της στην παγκόσμια κατάταξη με βάση τον δείκτη πραγματικού πληθωρισμού τροφίμων, που προκύπτει από τη διαφορά του γενικού ρυθμού αύξησης των τιμών και του ρυθμού αύξησης των τιμών στα τρόφιμα. Ο δείκτης αυτός, που σήμερα έχει υποχωρήσει κάτω από 3%, είχε φτάσει πάνω από 7%-9%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στο top10 των χωρών του κόσμου με τον υψηλότερο πραγματικό πληθωρισμό τροφίμων, μαζί με τη Γουινέα, τη Ζιμπάμπουε, τη Νιγηρία, την Αργεντινή κ.λπ. Παραμένει ωστόσο στην «κόκκινη ζώνη» της Παγκόσμιας Τράπεζας με τις χώρες που εμφανίζουν αυξήσεις τιμών στα τρόφιμα μεταξύ 5 και 30% και ταυτόχρονα υψηλό πραγματικό πληθωρισμό τροφίμων μεταξύ 2 και 5%, μαζί με την Ισπανία.
Αν και το 2024 παραμένουν οι αβεβαιότητες στο μακροοικονομικό περιβάλλον, τα παραπάνω δεδομένα προοιωνίζονται συνέχεια της ανοδικής τάσης των πωλήσεων στο οργανωμένο λιανεμπόριο και καλύτερες προοπτικές κερδοφορίας, με αποκλιμάκωση των πιέσεων στα περιθώρια, το κόστος αγορών και τις τιμές, ταυτόχρονα με ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών.
Στοιχεία της Circana και της Nielsen IQ για την Ελλάδα δείχνουν ότι παρά τις προκλήσεις, ο κλάδος του οργανωμένου λιανεμπορίου θα βελτιώσει περαιτέρω τα μεγέθη του το 2024, επωφελούμενος από την αποκλιμάκωση της αύξησης των τιμών και την προσήλωση των καταναλωτών σε ποιοτικά και καινοτόμα προϊόντα. Σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen IQ, το 12% των προϊόντων που πωλήθηκαν στην αγορά το 2023 ήταν νέα, ενώ οι νέοι κωδικοί είναι αυτοί που οδηγούν την ανάπτυξη των πωλήσεων, ειδικά για τις μεγάλες προϊοντικές κατηγορίες του μη τροφίμου. Επιπλέον, παρά την πίεση των καταναλωτών για μειωμένες τιμές, καταγράφεται αύξηση όσων είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάτι παραπάνω για ποιοτικά προϊόντα.
Θετικά μηνύματα αναδύουν και οι τάσεις στην Ευρώπη, που είθισται να διαπιστώνονται στην τοπική αγορά με διαφορά φάσης. Έκθεση της McKinsey για τον κλάδο του λιανεμπορίου τροφίμων στην Ευρώπη αναδεικνύει σημάδια αισιοδοξίας για 2024, καθώς παρά το γεγονός ότι επιμένουν οι προκλήσεις, τους πρώτους μήνες του έτους τα θεμελιώδη μεγέθη βελτιώνονται σταδιακά. Οι πραγματικοί μισθοί αναμένεται να αυξηθούν και ο συνολικός πληθωρισμός προβλέπεται να σταθεροποιηθεί γύρω στο 2%, με αποκλιμάκωση του πληθωρισμού των τροφίμων. Ο όγκος πωλήσεων στο λιανεμπόριο τροφίμων σταμάτησε να μειώνεται προς τα τέλη του 2023 και άρχισε να αυξάνεται σε ορισμένες αγορές. Εάν αυτές οι τάσεις διατηρηθούν ο όγκος πωλήσεων στην Ευρώπη θα επιστρέψει σε ανάπτυξη το β’ εξάμηνο του 2024, σύμφωνα με τους αναλυτές.
Σημειώνεται τέλος ότι οι επικεφαλής των αλυσίδων σούπερ μάρκετ διατηρούν και φέτος στην κορυφή της ατζέντας τους την αυξημένη πίεση στα περιθώρια κέρδους και τη μείωση της κατανάλωσης, αλλά ταυτόχρονα αναβαθμίζουν προτεραιότητες όπως η προσέλκυση ταλέντων, η ανάκαμψη της αγοράς food to go με την επιστροφή των εργαζομένων στα γραφεία μετά την πανδημία, οι κυβερνητικοί κανονισμοί και τα προγράμματα πιστότητας.
Σημειώνεται ότι αυτή η συνθήκη εξαρτάται από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, τυχόν κλιμάκωση των οποίων θα επηρεάσει την ατζέντα των επιχειρηματιών.