THEPOWERGAME
Με θετικό ρυθμό ανάπτυξης «τρέχει» το 2021 η αγορά λιπασμάτων, τάση που εφ’ όσον συνεχισθεί, την θέτει σε τροχιά υπέρβασης των 300 εκατ. ευρώ, στα οποία έχει σταθεροποιηθεί ο κύκλος εργασιών τα τελευταία χρόνια.
Στην αύξηση της ζήτησης συνέβαλαν οι προσδοκίες των παραγωγών για ικανοποιητικές τιμές, κυρίως σε ελιές και σιτάρι, αλλά και η αποθεματοποίηση εν όψει της ανόδου των διεθνών τιμών που οδήγησε σε σημαντικές πωλήσεις το πρώτο δίμηνο του έτους.
«Το 2021 ξεκίνησε με ένα δυνατό, ελπιδοφόρο τρίμηνο», δηλώνει στο «powergame.gr» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγωγών Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), κ. Γιάννης Βεβελάκης τονίζοντας ότι λειτούργησε για άλλη μια φορά ο βασικός «νόμος» της αγοράς λιπασμάτων ή προϊόντων θρέψης, όπως πλέον ονομάζονται: όταν οι αγρότες αναμένουν καλές τιμές, προχωρούν στην κατάλληλη λίπανση των καλλιεργειών τους προκειμένου να έχουν ικανοποιητικές αποδόσεις, άρα τη μεγαλύτερη δυνατή πρόσοδο.
Κάνοντας τον απολογισμό της «πρώτης στροφής» στην πορεία της αγοράς το 2021 καθώς το 60% της ετήσιας κατανάλωσης λιπασμάτων γίνεται το πρώτο τετράμηνο του έτους, ο κ. Βεβελάκης επισημαίνει ότι την αγορά «ανέβασαν» οι αυξημένες πωλήσεις:
-Στην ελιά, που απορροφά το μεγαλύτερο όγκο λιπασμάτων από τις δενδρώδεις καλλιέργειες, λόγω της προσδοκίας των παραγωγών για αυξημένη φέτος τιμή του ελαιολάδου μετά τη μη ικανοποιητική περυσινή χρονιά.
-Στα σιτηρά, που απορροφούν τα περισσότερα λιπάσματα από τις αροτραίες καλλιέργειες, αφού αυξήθηκε η καλλιεργούμενη έκταση σε ποσοστό 10-20% πανελλαδικά -κατά τόπους η αύξηση είναι ακόμη μεγαλύτερη – λόγω της προσδοκίας των παραγωγών για πολύ καλές τιμές ως συνέπεια του παγκόσμιου ράλι στις τιμές τους το β’ εξάμηνο του 2020.
-Σε πολλές άλλες καλλιέργειες καθώς, λόγω της μεγάλης ανόδου των διεθνών τιμών των λιπασμάτων, που καθορίζονται χρηματιστηριακά και συνήθως ακολουθούν την διακύμανση της τιμής των δημητριακών, πολλοί παραγωγοί έσπευσαν να αποθεματοποιήσουν προϊόντα με τις παλιές τιμές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι λιπάσματα που χρησιμοποιούνται τον Απρίλιο, φέτος αγοράστηκαν κατά κόρον το Φεβρουάριο καθώς οι διεθνείς τιμές ανέβαιναν ραγδαία φθάνοντας σχεδόν το 45-50% στην αμμωνία και ξεπερνώντας το 25% στην ουρία – στην πορεία, βεβαίως, οι τιμές σταθεροποιήθηκαν ή και διόρθωσαν ελαφρά αλλά είναι αισθητά μεγαλύτερες απ’ ότι τα τελευταία χρόνια.
Ο κ. Ι. Βεβελάκης τονίζει ότι καθαρότερη εικόνα της πορείας της αγοράς θα υπάρχει στο 6μηνο, επισημαίνει, ωστόσο, ότι αν επιβεβαιωθούν οι έως τώρα εκτιμήσεις για το μέγεθος της ζημιάς στις δενδρώδεις καλλιέργειες από τα διαδοχικά κύματα παγετού, τότε αυτό θα επηρεάσει αρνητικά την αγορά καθώς οι παραγωγοί θα περιορίσουν τη χρήση λιπασμάτων αφού δεν θα αναμένουν εισόδημα.
Η κατανάλωση αυξήθηκε παρά την πανδημία
Η πανδημική κρίση δεν επηρέασε, πάντως, την κατανάλωση λιπασμάτων. Το αντίθετο. Το 2020 αυξήθηκε κατά 10% φθάνοντας τις 900 χιλ. τον. από 818 χιλ. τον 2019 καθώς ο πρωτογενής τομέας αποδείχθηκε ανθεκτικός λόγω και της ανελαστικότητας στην κατανάλωση τροφίμων. Ο κύκλος εργασιών κινήθηκε το 2020 στα 300 εκατ. ευρώ, επίπεδα στα οποία έχει σταθεροποιηθεί η ετήσια δαπάνη για την αγορά λιπασμάτων και βελτιωτικών εδάφους στην Ελλάδα την τελευταία τριετία, όπως επισημαίνεται και στην πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ για τις αγροτικές εισροές.
Σύμφωνα με τη μελέτη, κατ’ αντιστοιχία με τα στοιχεία του όγκου κατανάλωσης, η εγχώρια αγορά λιπασμάτων και βελτιωτικών εδάφους υποχώρησε σημαντικά το 2015 στα 262 εκατ. ευρώ για να ανακάμψει τα επόμενα έτη. Επισημαίνεται ότι η μέγιστη τιμή της δαπάνης για λιπάσματα σημειώθηκε το 2008 όταν και ανήλθε στα 339 εκατ. ευρώ, «γεγονός που – κατά τους μελετητές του ΙΟΒΕ – υποδεικνύει ότι ένα μέρος των διακυμάνσεων της αξίας της συνολικής αγοράς λιπασμάτων οφείλεται στις μεταβολές των τιμών τους, οι οποίες το συγκεκριμένο έτος ήταν ιδιαίτερα υψηλές».
Το 2008, όμως, η ανεξέλεγκτη άνοδος των τιμών των τροφίμων, του κόστους πρώτων υλών και ενέργειας, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην Ελλάδα, προκάλεσε την απότομη αύξηση στις τιμές των λιπασμάτων και τελικά επηρέασε αρνητικά την κατανάλωσή τους.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η μακροχρόνια τάση της κατανάλωσης λιπασμάτων στην Ελλάδα είναι έντονα πτωτική. Από το μέσον της δεκαετίας του 1980 όταν κατέγραψε τη μέγιστη τιμή της (2,3 εκατ. τόνοι), η κατανάλωση λιπασμάτων υποχώρησε κάτω από τους 700 χιλ. τόνους το 2015 (μείωση κατά 70%) για να ανακάμψει στη συνέχεια – χωρίς όμως να ξεπεράσει τα επίπεδα κατανάλωσης που ιστορικά παρατηρούνταν πριν την οικονομική κρίση. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σύγκριση με το έτος 2007, δηλαδή πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το επίπεδο κατανάλωσης λιπασμάτων το 2018 ήταν κατά 27% χαμηλότερο.
Ο κ. Βεβελάκης ξεκαθαρίζει, πάντως, ότι οι οικονομικές επιπτώσεις του Covid θα φανούν το β’ εξάμηνο του 2021 όταν θα επανέλθει η κανονικότητα στην οικονομία και θα αποδειχθεί πόσες και ποιες επιχειρήσεις έχουν πληγεί και σε ποιο βαθμό.