THEPOWERGAME
Δέσμια της υποτονικής ανάπτυξης και των υφεσιακών πιέσεων παραμένει και το 2024 η Ευρωζώνη, με τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου να τα πηγαίνουν καλύτερα από τις παραδοσιακά ισχυρότερες οικονομίες του πυρήνα. Το νέο έτος χαρακτηρίζεται από πολλαπλούς γεωπολιτικούς κινδύνους και τη διεξαγωγή πολλών εκλογικών αναμετρήσεων, μια διαδικασία που κάνει ακόμη πιο δύσκολη την αποτελεσματική διαχείριση των προβλημάτων και την ανάληψη των απαιτούμενων πρωτοβουλιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Από τις οικονομίες της Ευρωζώνης αυτές που αναμένεται να ξεχωρίσουν φέτος, σύμφωνα με την ING, είναι της Ελλάδας και της Ιρλανδίας. Το ελληνικό ΑΕΠ έχει πολλές πιθανότητες να υπεραποδώσει, σε σύγκριση τόσο με το ΑΕΠ της Ευρωζώνης όσο και με τις προβλέψεις των αναλυτών. Για την Ιρλανδία εκφράζονται αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί να εκπληρώσει τις αναπτυξιακές προσδοκίες, το Βέλγιο παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και η Πορτογαλία δεν περιμένει την ίδια ώθηση που δέχθηκε πέρυσι από τον τουρισμό. Για τη Γερμανία, η ING προβλέπει ότι το 2024 θα είναι ένα ακόμη έτος οικονομικής στασιμότητας και πολιτικών αναταράξεων, ενώ Γαλλία, Ολλανδία και Αυστρία αναμένεται να εμφανίσουν υποτονική ανάπτυξη. Η έξοδος από την οικονομική στασιμότητα για την Ιταλία θα είναι αργή, αλλά στην Ισπανία η ανάκαμψη βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία εισέρχεται σύντομα στον δεύτερο χρόνο του και πλέον υπάρχουν νέες εστίες γεωπολιτικής έντασης, όπως ο πόλεμος στη Λωρίδα της Γάζας και οι επιθέσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μία εποχή που η Ευρώπη προσπαθεί να υλοποιήσει ομαλά την «πράσινη» και ενεργειακή μετάβαση και τα επιτόκια της ΕΚΤ παραμένουν υψηλά, περιορίζοντας έτσι τα επενδυτικά κίνητρα.
Τα επιτόκια αναμένεται, σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις των αναλυτών, να παραμείνουν υψηλά και τους επόμενους μήνες, αν και το πιθανότερο σενάριο προβλέπει κάποιες μειώσεις μέσα στο 2024. Από φέτος θα ισχύσει και το αυστηρό πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων, που είχε ανασταλεί όταν ξέσπασε η πανδημία, με ορισμένες προσαρμογές που συμφωνήθηκαν πρόσφατα με στόχο την ομαλότερη μείωση του δημόσιου χρέους. Η επιστροφή των δημοσιονομικών κανόνων θα οδηγήσει σε λιγότερες επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους, η ING εκτιμά ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ευρωζώνης περιορίζονται αισθητά και το 2024 θα είναι ένα ακόμα έτος υποτονικής ανάπτυξης, αν όχι ύφεσης. Οι εξωγενείς παράγοντες που περιορίζουν τις αναπτυξιακές πολιτικές επηρεάζουν το σύνολο της Ευρωζώνης, αλλά όχι όλες τις χώρες-μέλη με την ίδια σφοδρότητα.
Κοινός για τις οικονομίες της Ευρωζώνης είναι ο αντίκτυπος των υψηλών επιτοκίων και τα νέα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Οι επιπτώσεις των δύο αυτών παραγόντων δεν έχουν φανεί πλήρως και συνεχίζουν να περιορίζουν την ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά, η ανθεκτικότητα που δείχνει η αγορά απασχόλησης και η βελτίωση των πραγματικών μισθών είναι παράγοντες που μπορούν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη. Εκεί που διαφέρουν πολύ περισσότερο οι χώρες-μέλη μεταξύ τους είναι, για παράδειγμα, σε πεδία όπως η ενεργειακή μετάβαση και η δημοσιονομική στήριξη.
Αυτήν τη φορά, σημειώνει η ING, τα μέτρα που μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη δεν θα προέλθουν από την ΕΚΤ, όπως έγινε στο παρελθόν με την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική και το QE, γιατί η ΕΚΤ είναι προσηλωμένη στην καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Οι αναπτυξιακές προοπτικές των χωρών-μελών της Ευρωζώνης μπορούν να βελτιωθούν από τις κινήσεις και αποφάσεις των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Μερικοί από τους βασικούς καταλύτες σε αυτήν τη διαδικασία θα είναι οι συμπεριφοριακές αλλαγές, η ανάληψη ρίσκου, η καινοτομία και οι επενδύσεις.
Ένας άλλος κίνδυνος για την Ευρωζώνη είναι ο πολιτικός κατακερματισμός, που θα δυσκολέψει την επίτευξη συμφωνιών σε κρίσιμα ζητήματα. Μέσα στο 2024 θα διεξαχθούν έξι εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένων των Ευρωεκλογών, καθώς και τρεις σημαντικές περιφερειακές εκλογές στη Γερμανία.