THEPOWERGAME
H χρονοβόρα διαδρομή των εμπορικών πλοίων για αποφυγή των στενών της Ερυθράς Θάλασσας έχει αντίκτυπο στις εξαγωγές νωπών ελληνικών προϊόντων (φρούτων και λαχανικών) προς τις ασιατικές αγορές, λόγω της αύξησης του κόστους των ναύλων και των χρόνων παράδοσης, ενώ η αναδυόμενη κρίση έχει επίπτωση και στα κόστη προς άλλους υπερπόντιους προορισμούς. Με τις τιμές στο ράφι να αυξάνονται ήδη με διψήφιο ρυθμό (15% και 14% τον τελευταίο χρόνο για φρούτα και λαχανικά αντίστοιχα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ), οι γεωπολιτικές εξελίξεις εγείρουν ανησυχίες για νέες πληθωριστικές πιέσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα. Εξάλλου, αναδύονται κι άλλοι κίνδυνοι όσο μαίνεται η ένταση στη Διώρυγα του Σουέζ και συντηρούνται οι φόβοι για διεύρυνση της γεωπολιτικής διαταραχής, με δυνητική εμπλοκή και άλλων χωρών της περιοχής, πέραν της Υεμένης. Είναι ενδεικτικό ότι το πετρέλαιο ξεπέρασε τα 80 δολάρια το βαρέλι την περασμένη εβδομάδα, στον απόηχο της «απάντησης» των δυνάμεων ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας στις επιθέσεις των Χούθι σε πλοία που μεταφέρουν εμπορευματοκιβώτια. Αν και οι τιμές σταθεροποιούνται έκτοτε λίγο χαμηλότερα, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος για ανατιμήσεις σε ενεργειακά αγαθά εν μέσω χειμώνα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον πληθωρισμό, που είχε αρχίσει να δίνει τα πρώτα θετικά «σήματα» για μείωση των επιτοκίων.
Η κρίση του Σουέζ αλλάζει τα δεδομένα στο μακροοικονομικό περιβάλλον, πυροδοτώντας ήδη σενάρια για αυξήσεις τιμών σε σειρά προϊόντων στην ΕΕ και στην Ελλάδα ειδικότερα. Αφενός αυξάνεται το μεταφορικό κόστος και αφετέρου ο χρόνος παράδοσης, με αποτέλεσμα αρρυθμίες στην τροφοδοσία της αγοράς. Οι εξαγωγείς υπολογίζουν περίπου 10 ημέρες επιπλέον της συνηθισμένης διάρκειας για τις παραδόσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργείται πρόβλημα με τη διακίνηση ευπαθών προϊόντων, όπως φρούτα και λαχανικά. Επιπλέον, σε αυτές τις συνθήκες αλλάζει το παιχνίδι του ανταγωνισμού.
Για παράδειγμα, εκτός από τα υψηλά κόστη μεταφοράς προς υπερπόντιες αγορές, ΗΠΑ, Καναδά κ.λπ., εξαγώγιμα προϊόντα, όπως τα ακτινίδια και τα εσπεριδοειδή, έχουν να αντιμετωπίσουν και αυξανόμενο ανταγωνισμό από χώρες όπως η Αίγυπτος και το Ιράν. Ενδεικτικά, το Ιράν ενισχύει τη θέση του στο ακτινίδιο στις κοντινές χώρες της ΝΑ Ασίας, με εξαγωγές σε ΗΑΕ, Ινδία κ.λπ., προσφέροντας χαμηλές τιμές. Επηρεάζει έτσι μερίδια -έστω και μικρά- των προϊόντων μας σ’ αυτές τις αγορές.
Παραμένει πάντως ανθεκτική η ζήτηση από άλλες χώρες. Σύμφωνα με επικαιροποιημένα στοιχεία της Incofruit, οι εξαγωγές ακτινιδίων από 1.9.2023 έως και 12.1.2024 ανέρχονται σε 107.530 τόνους, με αύξηση 10,6% συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα 2022/23, με τις ποσότητες προς Καναδά να εμφανίζονται αυξημένες σε 4.886 τόνους έναντι 3.639 τόνων πέρυσι και προς ΗΠΑ σε 9.988 τόνους έναντι 7.474 τόνων αντίστοιχα. Μεγαλύτερη αύξηση ωστόσο καταγράφεται στις ποσότητες προς Ισπανία και Ιταλία, συμπεριλαμβανομένων και φορτίων για βιομηχανική χρήση. Προς Ισπανία φτάνουν τους 18.625 τόνους, από 16.200 τόνους πέρυσι, και προς Ιταλία τους 20.308 τόνους, έναντι 13.245 τόνων αντίστοιχα.
Όπως σημειώνει ο Γιώργος Πολυχρονάκης, επικεφαλής της Incofruit, στο πλαίσιο της εβδομαδιαίας ανασκόπησης των εξαγωγών νωπών φρούτων και λαχανικών, προκαλεί εντύπωση η συνέχιση εισαγωγής ακτινιδίων προέλευσης Ιράν (1.148 τόνοι και ιδιαίτερα 501 τόνοι σε Πέλλα, Ημαθία και Πιερία το διάστημα 1.9.23-5.1.24). Επίσης, ενώ συνεχίστηκαν κατά την ίδια περίοδο οι φορτώσεις με προορισμό τη Βραζιλία, φτάνοντας τους 4.732 τόνους, προβλέπεται μηδενισμός των ελληνικών εξαγωγών στην Ινδία μετά την είσοδο του Ιράν. Φτάνουν τους 2.018 τόνους, εκ των οποίων οι 1.526 τόνοι από Πέλλα, έναντι 9.364 τόνων πέρυσι.
Με υψηλά ποσοστά στις εξαγωγές τα ατυποποίητα φρούτα
Σημειώνεται δε ότι η ροή των ατυποποίητων ακτινιδίων, κυρίως προς Ιταλία, αντιστοιχεί στο 20% του συνόλου των εξαγωγών μας, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την ελληνική ταυτότητα των προϊόντων μας και την απώλεια της μετασυλλεκτικής προστιθέμενης αξίας τους.
Σε άλλα προϊόντα, σημειώνεται ότι η συγκομιδή και εξαγωγή πορτοκαλιών και μανταρινιών συνεχίστηκε, ενώ μετά τις εορτές των Χριστουγέννων παρατηρήθηκε επιβράδυνση των τιμών. Εκτιμάται ωστόσο ότι η ζήτηση θα βελτιωθεί εν όψει πτώσης της θερμοκρασίας στην Κεντρική Ευρώπη. Αναμένεται επίσης ανταγωνισμός από την Τουρκία, η οποία είχε μεγαλύτερη παραγωγή μανταρινιών από πέρυσι, ενώ στην αγορά πορτοκαλιού η Αίγυπτος θα είναι ο μεγάλος ανταγωνιστής στο επόμενο διάστημα της εμπορικής περιόδου. Είχε εξάλλου μια σταθερή παραγωγή, η οποία προσφέρεται σε πολύ χαμηλές τιμές, στις οποίες η χώρα μας δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η εξαγωγή πορτοκαλιών φτάνει τους 109.017 τόνους (-1,2%), έναντι 110.343 τόνων πέρυσι, και μανταρινιών στους 93.855 τόνους (-21,3%), έναντι 119.270 τόνων την αντίστοιχη περίοδο 2022/23.
Στα μήλα επίσης καταγράφονται χαμηλοί ρυθμοί εξαγωγών, με ποσότητες 19.153 τόνων στο διάστημα 1.9.23-12.1.24, από 36.767 τόνους στο ίδιο διάστημα της περσινής περιόδου. Οι ποσότητες προς Αίγυπτο ανέρχονται σε 9.329. τόνους, έναντι 24.844 τόνων πέρυσι, προς Σαουδική Αραβία 1.288 τόνοι έναντι 1.549 τόνων αντίστοιχα και προς Ιορδανία 1.173 τόνοι έναντι 2.838 τόνων αντίστοιχα. Αυτή η μειωμένη ροή των εξαγωγών σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα αυξημένες εισαγωγές μήλων στο ίδιο χρονικό διάστημα, 12.502 τόνοι από 3.274 τόνους πέρυσι (εκ των οποίων 7.619 από Βόρεια Μακεδονία), δημιουργεί, σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη, ερωτήματα.
Στο πλαίσιο αυτό, και λόγω της αβεβαιότητας στο περιβάλλον, τονίζεται η σημασία των ελέγχων, ενώ εφιστάται η προσοχή στις περιπτώσεις εξαγωγής των εισαγομένων προϊόντων, ώστε να αναγράφεται η χώρα καταγωγής τους και να συνοδεύονται από αναλύσεις για τυχόν υπολείμματα φυτοφαρμάκων. Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικές επιχειρήσεις παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στην Ερυθρά Θάλασσα, δεδομένου ότι επηρεάζουν τις τιμές στα νέα συμβόλαια, αλλά και τον ανταγωνισμό. Ζητούμενο είναι η αποκλιμάκωση της κρίσης, παράγοντας που θα καθορίσει και την αναδιάταξη των μεριδίων των ελληνικών προϊόντων στις νέες αγορές που έχουν ανοίξει.