THEPOWERGAME
Ικανοποίηση επικρατεί στις τάξεις των εμπόρων για την εορταστική κίνηση. O καλός καιρός αλλά και η καλή διάθεση των καταναλωτών, όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, βοήθησαν την εορταστική κίνηση, η οποία κινήθηκε σε υψηλότερα από πέρυσι επίπεδα.
Ειδικότερα, οι άνθρωποι της αγοράς κάνουν λόγο για αύξηση του τζίρου μέσα στον Δεκέμβριο κατά 6% έως 7%. Αν όμως συμπεριληφθεί και ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και στα είδη δώρων (ένδυση, υπόδηση, καλλυντικά κ.λπ.), τότε ο πραγματικός ρυθμός αύξησης της εορταστικής κίνησης θεωρείται χαμηλότερος. Σημειώνεται ότι ο πληθωρισμός περιορίστηκε πέρυσι, αλλά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στα τρόφιμα ανέρχεται στο 9% και στην ένδυση και την υπόδηση στο 6,4%.
Ιδιαίτερα σημαντικός, όπως αναφέρει ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), Γιώργος Καρανίκας, ήταν ο καλός καιρός, που φέτος βοήθησε την αύξηση της επισκεψιμότητας και της αγοραστικής κίνησης, όχι μόνον στα μεγάλα εμπορικά κέντρα, όπως γινόταν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και στα μικρότερα εμπορικά καταστήματα. «Είμαστε ικανοποιημένοι τόσο από την επισκεψιμότητα όσο και την αγοραστική κίνηση που δημιουργήθηκε», αναφέρει ο κ. Καρανίκας, εκφράζοντας κυρίως τους μικρότερους εμπόρους της χώρας.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ κάνει λόγο για κίνηση η οποία έφερε περισσότερες μεν αποδείξεις, αλλά μικρότερης αξίας αγορές. Προς την κατεύθυνση αυτήν, σύμφωνα με τον κ. Καρανίκα, συμβάλλει αφενός μεν η ακρίβεια, αφετέρου δε το γεγονός ότι οι καταναλωτές αναμένουν αμέσως μετά τις εορτές τις χειμερινές εκπτώσεις.
Έτσι, οι όποιες προσωπικές αγορές αναβάλλονται για την περίοδο των εκπτώσεων, και οι αγορές που έγιναν μέσα στις εορτές περιορίστηκαν σε αγαθά που δωρίζονται ή η απόκτησή τους δεν μπορεί να περιμένει (π.χ. τρόφιμα). «Τα τρόφιμα αποτελούν την πρώτη προτεραιότητα των καταναλωτών», παραδέχεται ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, σημειώνοντας ωστόσο ότι φέτος δεν τα πήγαν άσχημα και οι άλλες κατηγορίες καταναλωτικών αγαθών.
Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, Βασίλης (ΕΒΕΠ) Κορκίδης, μιλά για αύξηση της κατανάλωσης κατά τον μήνα Δεκέμβριο, προσδιορίζοντάς την στα 4 δισ. ευρώ για το σύνολο του λιανικού εμπορίου, εξαιρουμένων των πωλήσεων καυσίμων. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το δώρο που καταβλήθηκε στο τελευταίο 10ήμερο του Δεκέμβριου οδηγήθηκε αυτούσιο στην κατανάλωση, είτε τροφίμων είτε άλλων καταναλωτικών ειδών, π.χ. ένδυσης, υπόδησης κ.λπ.
«Το αυξημένο δώρο Χριστουγέννων στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα λόγω αύξησης της απασχόλησης και των μισθών είναι γεγονός πως πέρασε αυτούσιο στην κατανάλωση», αναφέρει χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι οι αγορές που έγιναν μέσα στον Δεκέμβριο αφορούσαν κατά το 1/3 τρόφιμα και κατά τα 2/3 διαρκή καταναλωτικά είδη.
Επίσης, ας μην παραγνωρίζεται ότι το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου καταβλήθηκαν επιδόματα ύψους τουλάχιστον 352 εκατ. ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του επιδόματος θέρμανσης, ύψους περίπου 180 εκατ. ευρώ. Έτσι, πέρα από το δώρο στον ιδιωτικό τομέα, οι καταναλωτές απέκτησαν μια ρευστότητα της τάξης των 500 εκατ. ευρώ, που εκτιμάται ότι διοχετεύθηκε κυρίως σε τρόφιμα -καθώς αφορά κυρίως ευάλωτα νοικοκυριά- και δευτερευόντως σε άλλα καταναλωτικά είδη.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ συμφωνεί ότι η αξία της μέσης απόδειξης μειώθηκε, καθώς, όπως αναφέρει, «αγοράστηκαν περισσότερα δώρα μικρότερης αξίας, με τον μέσο όρο της απόδειξης να εκτιμάται στα 174 ευρώ». Προσθέτει, ακόμη, ότι, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε την περίοδο των εορτών, οι πέντε στους δέκα δήλωσαν πως ξόδεψαν για δώρα έως 200 ευρώ, τρεις στους δέκα έως 500 ευρώ και δύο στους δέκα πάνω από 500 ευρώ και με προτίμηση στα επώνυμα προϊόντα.
Η πορεία αυτή γεμίζει με αισιοδοξία τους παράγοντες της αγοράς για την περίοδο των εκπτώσεων. Προς την κατεύθυνση αυτήν καταλυτικό ρόλο αναμένεται να διαδραματίσουν οι αυξήσεις μισθών στον δημόσιο τομέα, αλλά και το ξεπάγωμα των τριετιών στον ιδιωτικό τομέα, κινήσεις που αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα και κατά συνέπεια την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Οι εκπτώσεις ξεκινούν τη Δευτέρα 8 Ιανουαρίου και θα ισχύσουν για σχεδόν δύο μήνες, ήτοι μέχρι τέλος Φεβρουαρίου.