THEPOWERGAME
Αυξάνονται τελευταία οι ανησυχίες σχετικά με τα δημόσια οικονομικά ορισμένων χωρών-μελών της Ευρωζώνης, ωστόσο οι προοπτικές για το χρέος της Ελλάδας είναι αρκετά ευοίωνες, σύμφωνα με όσα εκτιμά η Capital Economics. Η σταθερή οικονομική ανάπτυξη, τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα και το χαμηλό κόστος για τόκους, θα διατηρήσουν το ποσοστό του ελληνικού χρέους σε καθοδική πορεία για αρκετά χρόνια στο μέλλον.
Η αριθμητική που καθορίζει τον δείκτη χρέους είναι για την Ελλάδα ίδια με των άλλων χωρών, αλλά η Ελλάδα είναι μία ειδική περίπτωση γιατί ο ρυθμός ανάπτυξής της θα είναι υψηλότερος του μέσου όρου της Ευρωζώνης για κάμποσο καιρό, θα εμφανίζει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα και οι τόκοι που πληρώνει για το χρέος της είναι χαμηλοί. Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης χρέους της θα συνεχίσει να υποχωρεί αρκετά γρήγορα.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι να πιστεύει κανείς ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας βραχυπρόθεσμα είναι καλύτερες από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Αρχικά, υπάρχει ακόμη σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης μετά την κατάρρευση που σημείωσε την περίοδο 2008-2012. Εξάλλου, το ΑΕΠ της είναι ακόμη περίπου 20% χαμηλότερο από το 2008. Επιπλέον, οι επιχειρηματικές έρευνες υποδεικνύουν ότι η ανάπτυξη θα είναι υψηλότερη από το μέσο όρο της Ευρωζώνης μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες. Και ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα είναι λιγότερο εκτεθειμένος στις επιπτώσεις της νομισματικής σύσφιξης, συγκριτικά με άλλες οικονομίες αφού οι πιστώσεις του ιδιωτικού τομέα είναι στο 113% του ΑΕΠ, όταν σε Γερμανία και Ισπανία είναι στο 180% και στη Γαλλία στο 280%.
Όπως προβλέπει η Capital Economics, η οικονομία της Ελλάδας θα επεκταθεί κατά 2%-2,5% το χρόνο τα έτη 2024-2025 και θα επιβραδύνει περίπου στο 1% ετησίως τα επόμενα χρόνια.
Εν τω μεταξύ, το μέσο επιτόκιο του ελληνικού δημόσιου χρέους δεδομένα θα παραμείνει χαμηλό για κάποια χρόνια. Τα έξοδα για τόκους της Ελλάδας διαμορφώθηκαν στο 1,4% του χρέους της τον περασμένο χρόνο, που είναι χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 1,9%. Στην Ισπανία διαμορφώνεται στο 2,2% και στην Ιταλία στο 3%. Παράλληλα, η μέση ωρίμανση του ελληνικού δημοσίου χρέους είναι σχεδόν 20 χρόνια με αποτέλεσμα η πολιτική αύξησης των επιτοκίων να περνάει στα έξοδα για τόκους πολύ αργά.
Τρίτον, η Ελλάδα αναμένεται να τρέξει σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια. Αν και δεν λειτουργεί υπό καθεστώς μνημονίων, η Ελλάδα υπόκειται στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ οι οποίοι επανέρχονται από του χρόνου και η ελληνική κυβέρνηση δείχνει αφοσιωμένη στην επίτευξη των στόχων. Το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να ανέλθει στο 2,1% το 2024 από 1,1% του ΑΕΠ φέτος. Επίσης, η κυβέρνηση της ΝΔ, της οποίας ηγείται ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης επανεξελέγη αυτοδύναμη και δείχνει ότι θα παραμείνει στην εξουσία τουλάχιστον έως το 2027, έχοντας να επιδείξει ιστορικό περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Δεδομένων των προοπτικών ανάπτυξης του ΑΕΠ, τα έξοδα για τόκους και τα πρωτογενή πλεονάσματα, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειωθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι θα πέσει στο 145% έως το 2028, αλλά η CE πιστεύει ότι θα φτάσει χαμηλότερα στο 140%.