THEPOWERGAME
«Καμπανάκι» κρούει ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών, που βρίσκεται αντιμέτωπος με υψηλά κόστη, επιβράδυνση επενδύσεων λόγω χωροταξικού σχεδιασμού, περιορισμένα εργαλεία χρηματοδότησης για τις μικρές εκμεταλλεύσεις και ισχυρό ανταγωνισμό από τη γειτονική Τουρκία, που προσφέρει τιμές 1 ευρώ χαμηλότερες σε λαβράκι και τσιπούρα.
Ο κλάδος, με μεγάλη εξαγωγική δυναμική, πάνω από 12.000 εργαζομένους και σημαντική συνεισφορά στην ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας τροφίμων, βρίσκεται μπροστά σε προκλήσεις, με μεγαλύτερη αυτήν του ισχυρού ανταγωνισμού με την Τουρκία. Οι επιχειρηματίες ζητούν να αντιμετωπιστεί το θέμα της τελωνειακής σύνδεσης και να αυστηροποιηθούν οι έλεγχοι στις εισαγωγές. Το πρόβλημα είναι διττό, σύμφωνα με τον Απόστολο Τουραλιά, πρόεδρο της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ). Όπως ανέφερε στο πλαίσιο του 3ου Συμποσίου Ιχθυοκαλλιέργειας, το πρόβλημα εντοπίζεται στην τελωνειακή σύνδεση. Το 1999, με την έναρξη της τελωνειακής σύνδεσης, η Τουρκία άρχισε να αυξάνει σταθερά το μερίδιό της και από μηδενική παραγωγή τότε, έφτασε σήμερα να γίνει πρώτη δύναμη στη μεσογειακή λεκάνη. Στη γειτονική χώρα ο κλάδος εξελίχθηκε πολύ πιο γρήγορα, ενώ με την τελωνειακή σύνδεση δόθηκε η δυνατότητα τόσο στα ψάρια όσο και σε άλλα τουρκικά προϊόντα να εισέρχονται στην ΕΕ χωρίς δασμούς, αξιοποιώντας τα δίκτυα και τους οδικούς άξονες που αναπτύσσονται στην Ευρώπη και στην Ελλάδα για να φτάσουν σε νέες αγορές. Αντίθετα, ένα προϊόν από την Ελλάδα για να εξαχθεί στην Τουρκία μπορεί να επιβαρύνεται με δασμούς πάνω από 130%.
Το άλλο μέτωπο, σύμφωνα με τον κ. Τουραλιά, είναι η υποκρισία που υπάρχει στην ΕΕ, καθώς με βάση τη νομοθεσία προβλέπεται εισαγωγή του 60% των προϊόντων θάλασσας, με το 40% να παράγεται με αυστηρά πρωτόκολλα και ελέγχους στις χώρες της ΕΕ. Αυτό σημαίνει οικονομικό κόστος, καθώς το 60% που εισάγεται παράγεται με χαμηλότερο κόστος, χωρίς αυστηρά πρωτόκολλα, ενώ δεν ελέγχεται για τις προδιαγραφές.
Εν τω μεταξύ, ο κλάδος επιβαρύνεται με αυξημένα κόστη κατά 20%, ενώ η οικονομική κατάστασή του σήμερα σχετίζεται εν πολλοίς και με τις επενδύσεις που έχουν «παγώσει». Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, χρήματα που ήταν να επενδυθούν την περίοδο 2019-2020 σε ανάπτυξη μονάδων ή σε συνέργειες μονάδων δεν επενδύθηκαν διότι δεν είχαν προχωρήσει οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ). Σημειώνεται επίσης ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια που προβλέπονται για τον κλάδο ανέρχονται σε 360 εκατ. ευρώ, ενώ παρά το φερόμενο ενδιαφέρον από επενδυτικά κεφάλαια, οι μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες χρηματοδότησης.
Η αύξηση του κόστους παραγωγής, η δυσχερής χρηματοδότηση και ο ανταγωνισμός με τα φθηνά τουρκικά προϊόντα αποτελούν προσχώματα στην ανάπτυξη του κλάδου κι έρχονται να προστεθούν στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής. Ας σημειωθεί ότι η αύξηση της θερμοκρασίας των νερών στη λεκάνη της Μεσογείου, η αύξηση του PH και άλλες παρενέργειες από την κλιματική αλλαγή γίνονται ήδη αισθητές. Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, ο ΕΛΟΠΥ προωθεί συνεργασίες με το Πανεπιστήμιο Πατρών και το ΚΕΠΕ στον τομέα της έρευνας.
Ιχθυοκαλλιέργειες: Καταναλωτικές τάσεις
Προωθούνται επίσης συνεργασίες μεταξύ εταιρειών ιχθυοκαλλιέργειας για την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων, την εκπαίδευση των καταναλωτών και την τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης, καθώς διαπιστώνεται πτώση ζήτησης. Έρευνα της Focus Bari δείχνει ότι όσοι καταναλώνουν ψάρι τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα μειώθηκαν από 79% το 2003 σε 69% το 2023. Επίσης, υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα στο φρέσκο και το ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας. Σε ποσοστό 73% οι καταναλωτές θεωρούν τα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας απαραίτητα για να καλύψουν την ανάγκη τους για φρέσκο ψάρι και σε ποσοστό 68% τα βρίσκουν καλή εναλλακτική στο φρέσκο ψάρι. Επίσης, το ψάρι θεωρείται ακριβό και τοποθετείται στην κορυφή της κατάταξης, μαζί με το κόκκινο κρέας, αντίθετα με το κοτόπουλο και τα όσπρια, που θεωρούνται πιο προσιτές οικονομικά κατηγορίες τροφίμων.