THEPOWERGAME
Την έντονη ανησυχία του για τις επιπτώσεις που θα έχει η επέκταση του πολέμου στη Μέση Ανατολή εξέφρασε ο καθηγητής του πανεπιστημίου Columbia και βραβευθείς με το Νόμπελ Οικονομίας το 2001, Joseph Stiglitz, κατά τη διάρκεια συζήτησης με τον επικεφαλής του ομίλου Mytilineos, Ευάγγελο Μυτιληναίο, στο συνέδριο του Economist.
Ο κ. Siglitz υποστήριξε πως η επέκταση του πολέμου θα οδηγήσει σε αύξηση τιμών σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, η οποία, με τη σειρά της, θα επανεκκινήσει την ανοδική πορεία του πληθωρισμού και των τιμών. Κάτι τέτοιο θα είχε πιθανώς «τεράστιες προεκτάσεις για την πολιτική σκηνή, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις ΗΠΑ», με τον νομπελίστα οικονομολόγο να τονίζει πως στις ΗΠΑ «όλα θα κριθούν την τελευταία στιγμή», με μια νίκη του Ντ. Τραμπ «να έχει τεράστιες επιπτώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο».
«Η μεγαλύτερη απειλή σήμερα για τον κόσμο δεν είναι η ρωσική εισβολή, αλλά αυτό που συμβαίνει στη Μέση Ανατολή, διότι δεν αποφασίστηκε από τις κυβερνήσεις, αλλά από τους ανθρώπους στους δρόμους», πρόσθεσε ο κ. Μυτιληναίος. Όπως εξήγησε, πολλές αραβικές κυβερνήσεις θα ήθελαν να έρθουν σε συμφωνία με το Ισραήλ, αλλά δέχονται πλέον μεγάλες πιέσεις από τους ανθρώπους στους δρόμους, οι οποίες θα ενταθούν με μια κλιμάκωση της κρίσης με πλήρη επέμβαση του Ισραήλ στη Γάζα. «Ποιος θα είναι ο ρόλος του Ιραν;», αναρωτήθηκε ο επιχειρηματίας. «Τι θα κάνει η Τουρκία;». Ο κ. Μυτιληναίος θεωρεί πως η διεθνής κατάσταση θα ισορροπήσει όταν οι ΗΠΑ, που σήμερα είναι διαιρεμένες, «βρουν τον δρόμο τους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο». Όπως είπε, «μόλις σταθεροποιηθούν οι ΗΠΑ, θα σταθεροποιηθεί και ο υπόλοιπος κόσμος».
Τόσο ο κ. Stiglitz, όσο και ο κ. Μυτιληναίος συμφώνησαν πως η Ευρώπη, τόσο από οικονομικής, όσο και πολιτικής άποψης, βρίσκεται σε δύσκολη θέση. «Η Ευρώπη είναι σε δύσκολη θέση, σε μια περίοδο που ξεκάθαρα χρειάζεται αποφασιστικότητα», υποστήριξε ο J. Stiglitz. Ο ίδιος πρόσθεσε πως στην Ευρώπη πρέπει να καταλάβουν πως «δεν μπορείς να βασίζεις την άμυνά σου στις ΗΠΑ. Ο Τραμπ «έχει ήδη αποφασίσει πως η Ευρώπη δεν πρέπει να βασίζεται στις ΗΠΑ και η Ευρώπη πρέπει να κατανοήσει πως αυτήν τη στιγμή οι ΗΠΑ δεν είναι αξιόπιστη λύση, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2024».
Ο Αμερικανός οικονομολόγος θεωρεί πως η «η Ευρώπη βρίσκεται προφανώς σε φάση επιβράδυνσης», κυρίως επειδή δεν διαθέτει τη φθηνή ενέργεια και την επεκτακτική δημοσιονομική πολιτική που διαθέτουν οι ΗΠΑ. «Η ΕΚΤ προχώρησε σε αύξηση επιτοκίων που θα θέσει εμπόδια στην ευρωπαϊκή οικονομία», εκτίμησε, ενώ θεωρεί πως αρνητικά για την Ευρώπη λειτουργεί και η εξάρτηση από την Κίνα, η οικονομία της οποίας στραβοπατάει. «Η εξάρτηση της Ευρώπης από την Κίνα και ιδίως της Γερμανίας συνιστά πρόβλημα», τόνισε.
«Η Ευρώπη έχει μείνει πίσω σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο», εκτίμησε και ο κ. Μυτιληναίος. Πρόσθεσε πως «από την κρίση στο Ισραήλ βλέπουμε πως η Ευρώπη δεν είναι τόσο αποφασιστική. Κάθε ηγέτης χώρας μιλάει για τον εαυτό του. Δεν υπάρχει ενιαίο μέτωπο. Κάποιες χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω παλαιστινιακού στο εσωτερικό τους. Τα συμφέροντα των Βαλτικών χωρών, για παράδειγμα, είναι 180 μοίρες διαφορετικά από αυτά των κρατών της Ιβηρικής Χερσονήσου. Χρειαζόμαστε μια πολιτική και δημοσιονομική Ευρώπη και χωρίς αυτό έχω μεγάλες αμφιβολίες για το μέλλον της». Όπως είπε ο επικεφαλής του ομίλου Mytilineos, «στην Ευρώπη συζητάμε κάποιο είδος IRA (σ.σ. το νομοσχέδιο του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, για τη στήριξη “πράσινων” τεχνολογιών) για έναν χρόνο, ένα πρωί ακούμε για το αμερικανικό IRA και αρχίζουν οι αλληλοκατηγορίες στην Κομισιόν, η οποία αντιδρά με ανεύθυνο τρόπο». Επανέλαβε πως οι «πράσινες» τεχνολογίες χρειάζονται σοβαρές επενδύσεις σε δίκτυα, ενώ η Ευρώπη πρέπει να πληρώνει ακριβά τις τιμές ενέργειας κατά τη μεταβατική περίοδο, όταν μάλιστα έχει χάσει σχεδόν το 50% των μονάδων παραγωγής συμβατικής ενέργειας.
Τι είπαν για την Ελλάδα Stiglitz και Μυτιληναίος
Για την Ελλάδα ο κ. Stiglitz υποστήριξε πως νιώθεις στους δρόμους της Αθήνας μια διαφορετική κατάσταση από την περίοδο της κρίσης, αλλά από την άλλη πλευρά «αν δεις τις στατιστικές, δεν είναι και τόσο καλά τα πράγματα. Η Ελλάδα παραμένει πιο χαμηλά σε σχέση με την περίοδο προ της κρίσης». Αναρωτήθηκε «πόσο καλά είναι προετοιμασμένη η Ελλάδα για τα επόμενα βήματα. Έχει από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη, αλλά τι γίνεται μακροπρόθεσμα;». Ο ίδιος επικαλέστηκε στοιχεία του Economist Intelligence Unit για τη δημοκρατία και τον χαμηλό δείκτη της χώρας μας σε σχέση με την ελευθερία του Τύπου. Πρόσθεσε πως στην Ελλάδα δεν υπήρξε η δομική αναδιάρθρωση της οικονομίας που απαιτούνταν. Η ανάπτυξη έχει δυσανάλογα μεγάλη σύνδεση με τον τουρισμό, που είναι ευάλωτος λόγω των γεωπολιτικών αναταραχών και της κλιματικής αλλαγής. Συνεπώς, πρέπει να υπάρξει διαφοροποίηση της οικονομίας, π.χ. με αξιοποίηση των γεωγραφικών πλεονεκτημάτων, όπως ο άνεμος και ο ήλιος, ώστε να εξαρτάται λιγότερο η οικονομία από τις εισαγωγές ενέργειας, αλλά και η περαιτέρω αξιοποίηση της τεχνολογίας. Τέλος, «η Ελλάδα έχει ζήτημα με την εξόφληση, χρέους που θα απαιτήσει πλεονάσματα για πολύ καιρό και ισχυρή ανάπτυξη, κάτι που δεν είναι εύκολο».
Ο κ. Μυτιληναίος υποστήριξε πως «από το 2008 η Ελλάδα αντιμετώπισε πολλαπλές κρίσεις. Κατόρθωσε αποτελεσματικά να ανταποκριθεί, να γίνει ανθεκτική, να υπερκεράσει τις προκλήσεις και να γίνει ένα διεθνές παράδειγμα. Βιώνει ανάπτυξη, αναβάθμιση επενδυτικής βαθμίδας και προσελκύει επενδύσεις. Χθες το απόγευμα ακούσαμε για τη νέα επένδυση της Fairfax από τον Καναδά ύψους 300 εκατ. ευρώ (σ.σ.: στα πρώην «Αστέρια» Γλυφάδας). Αλλά αν θα έπρεπε να δούμε για την περαιτέρω εξέλιξη, πέραν της ναυτιλίας, που μεσουρανεί στην παγκόσμια αγορά, και του τουρισμού, που ανέφερε ο καθηγητής, θα έλεγα πως η βιομηχανική παραγωγή χωλαίνει, όπως και η ψηφιακή εξέλιξη. Ωστόσο, η Ελλάδα είναι καλό παράδειγμα για την ΕΕ αυτήν τη στιγμή».
Για το θέμα του πληθωρισμού ο κ. Stiglitz επανέλαβε και την Τρίτη τη γνωστή του θέση, σύμφωνα με την οποία κακώς η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) θεώρησε πως χρειάζονται παρεμβάσεις στην πλευρά της ζήτησης και αύξησε τα επιτόκια. Από την πρώτη στιγμή ο Stiglitz υποστήριζε πως απαιτούνταν παρεμβάσεις στην πλευρά της προσφοράς με αντιμετώπιση μονοπωλιακών πρακτικών, μέτρα για αύξηση της απασχόλησης γυναικών και άλλων κατηγοριών εργαζομένων κ.λπ. Ο ίδιος τόνισε πως πρέπει να διδαχθούμε από την εμπειρία της κατάρρευσης του 2008 και να αποφύγουμε μέτρα απορρύθμισης των αγορών.