THEPOWERGAME
Η Standard & Poor’s αναβάθμισε, όπως αναμενόταν, την ελληνική οικονομία, δίνοντας την επενδυτική βαθμίδα. Ειδικότερα, αναβάθμισε το ελληνικό αξιόχρεο σε ΒΒΒ-, από ΒΒ+ με σταθερό outlook. H Standard & Poor’s αναμένει ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 1,2% του ΑΕΠ εφέτος, υπερβαίνοντας τον στόχο του 0,7%, παρά τα σημαντικά κόστη από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού και τις πλημμύρες στη Θεσσαλία. Ο αμερικανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης προβλέπει μέσο πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2,3% έως το 2026.
Για το χρέος εκτιμά ότι θα διαμορφωθεί στο 146% του ΑΕΠ το 2023 και στο 138% το 2026, έναντι 189% του ΑΕΠ το 2020, ενώ αναμένει ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ να μειωθεί το 2023, αν και θα παραμείνει πάνω από τους αντίστοιχους της ζώνης του ευρώ, στο 2,5%, στηριζόμενος κυρίως από τις επενδύσεις και τον τουρισμό.
Η απόφαση της S&P να δώσει την επενδυτική βαθμίδα αποτελεί επίσημη αναγνώριση και επιστέγασμα της καλής πορείας και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, κάτι που επεσήμανε και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, σε δήλωσή του για την απόκτηση του investment grade. Η S&P είχε φανερώσει τις προθέσεις της για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού αξιόχρεου και τη χορήγηση του πολυπόθητου «investment grade» στην τελευταία της αξιολόγηση, στις 21 Απριλίου. Ειδικότερα, ο μεγάλος αμερικανικός οίκος αξιολόγησης είχε διατηρήσει σταθερό το rating της ελληνικής οικονομίας, χαρακτηρίζοντας όμως «θετικές» τις προοπτικές.
Από τις αρχές του 2023 τρεις οίκοι αξιολόγησης έχουν αναβαθμίσει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα: ο καναδικός DBRS, ο γερμανικός Scope και ο ιαπωνικός R&I. Στις εκθέσεις τους έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη την προηγούμενη τετραετία, καθώς και στην ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσα σε ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον με διαδοχικές κρίσεις. Παράλληλα, εστίασαν στη σημαντική βελτίωση των δημόσιων οικονομικών και τη σταθερότητα που εμφανίζει ο χρηματοπιστωτικός κλάδος.
Τι σημαίνει η επενδυτική βαθμίδα από Standard & Poor’s για ελληνικά ομόλογα και Χρηματιστήριο
Με τη Standard & Poor’s να ανήκει στους λεγόμενους «Big 4», που αναγνωρίζει η ΕΚΤ, η απόκτηση από την Ελλάδα της επενδυτικής βαθμίδας, φέρνει ακόμα πιο κοντά την επιστροφή του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις ώριμες αγορές -εξέλιξη που ανοίγει τον δρόμο για σημαντικές τοποθετήσεις ξένων θεσμικών παικτών, ενισχύοντας σημαντικά τη ρευστότητα.
Επίσης, το investment grade από τον συγκεκριμένο οίκο αξιολόγησης επιτρέπει σε περισσότερους ξένους επενδυτές να συμμετέχουν στις εκδόσεις χρέους του ελληνικού Δημοσίου, ρίχνοντας έτσι το κόστος δανεισμού. Ειδικότερα, η αναβάθμιση από την Standard & Poor’s δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να μπουν τα ελληνικά ομόλογα στα χαρτοφυλάκια διεθνών θεσμικών επενδυτών, οι οποίοι αγοράζουν μόνο τίτλους που έχουν επενδυτική βαθμίδα από τουλάχιστον δύο (σε σύνολο τριών) μεγάλους αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης, ήτοι S&P, Fitch και Moody’s. Ενδεχόμενη αναβάθμιση και από τη Fitch την 1η Δεκεμβρίου (σ.σ. το ελληνικό αξιόχρεο βρίσκεται ένα σκαλοπάτι από το investment grade), θα προσφέρει στα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ακόμα μεγαλύτερη βάση μακροχρόνιων επενδυτών.
Σημειώνεται ότι με την αναβάθμιση από την DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου τα ελληνικά ομόλογα εξισώθηκαν με όλα τα υπόλοιπα, με αποτέλεσμα να μπορούν πλέον να συμμετέχουν σε προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΚΤ ή ποσοτικής χαλάρωσης χωρίς «αστερίσκους», ακόμα και αν τέτοια προγράμματα δεν «τρέχουν» προς το παρόν.
Γιατί η Standard & Poor’s αναβάθμισε την ελληνική οικονομία, δίνοντας investment grade
Στην έκθεσή της η Standard & Poor’s αναφέρει ότι τα δημοσιονομικά στην Ελλάδα συνεχίζουν να βελτιώνονται και έχει καταγραφεί σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση των οικονομικών ανισορροπιών.
Ο αμερικανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης αναμένει ισχυρή ανάπτυξη για την Ελλάδα έως το 2006, με παράλληλη σημαντική μείωση χρέους, καθώς προωθούνται νέες δομικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με την εισροή σημαντικών κεφαλαίων από την ΕΕ.
«Αναμένουμε πρόσθετες διαρθρωτικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τα κονδύλια της ΕΕ, τα οποία θα στηρίξουν την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη τα έτη 2023-2026 και θα συνδράμουν στη συνεχή μείωση του δημόσιου χρέους. Ως εκ τούτου, αναβαθμίσαμε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας για την Ελλάδα σε «BBB-/A-3» από «BB+/B», με σταθερές προοπτικές» αναφέρει στο report της η S&P.
Και συνεχίζει, επισημαίνοντας: «Η ελληνική κρίση χρέους (2009-2015) πυροδότησε μια μακρά περίοδο οικονομικής ύφεσης και θεσμικής αστάθειας, που συνοδεύτηκε από μεγάλο έλλειμμα επενδύσεων, καθώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις μείωσαν τις δαπάνες για την υγεία, την εκπαίδευση και τις υποδομές. Μέχρι το 2019, η κατάσταση βελτιώθηκε καθώς ανέκαμψαν οι άμεσες ξένες επενδύσεις (συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες), ενώ η επιχειρηματική εμπιστοσύνη ενισχύθηκε έντονα σε συνδυασμό με την πρόοδο στη δημοσιονομική εξυγίανση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής συμμόρφωσης, της αγοράς εργασίας, της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και πτυχές της δικαστικής μεταρρύθμισης (δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί πλήρως).
»Η ανάκαμψη από την κρίση χρέους και στη συνέχεια, η πανδημία του COVID-19, έδωσαν ώθηση στην αρχική ανάκαμψη των επενδύσεων και της εμπιστοσύνης στην οικονομία. Η ταχεία ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών οδήγησε σε σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής και στην απελευθέρωση άλλων βελτιώσεων στην αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα. Οι ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού, της ναυτιλίας και της μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την πρόοδο των τραπεζών στην πώληση και την επίλυση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ώθησαν πρόσθετες επενδύσεις.
»Επιπλέον, η ανάπτυξη της Ελλάδας έχει αντέξει τις καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες το 2023. Δεν αναμένουμε ότι αυτά τα κλιματικά φαινόμενα θα επηρεάσουν ουσιαστικά την ελληνική οικονομική ανάπτυξη, λόγω του εξαιρετικά εντοπισμένου και χρονικά περιορισμένου χαρακτήρα των γεγονότων. Τα δεδομένα από τους δείκτες κλίματος υποδηλώνουν οριακή μόνο επιδείνωση της εμπιστοσύνης, καθώς οι πληγείσες περιοχές αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό μέρος της οικονομικής δραστηριότητας.
»Προβλέπουμε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,5% για το 2023, σε γενικές γραμμές σύμφωνα με την ανάπτυξη 2,4% που παρατηρήθηκε το πρώτο εξάμηνο του έτους. Ο τουριστικός τομέας τα πάει ιδιαίτερα καλά. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα είχε το καλύτερο πρώτο εξάμηνο από πλευράς εισερχόμενης τουριστικής κίνησης από τότε που καταγράφονται στοιχεία, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τις τουριστικές εισπράξεις των πρώτων επτά μηνών που ήταν 18% πάνω από τα επίπεδα του 2019. Αυτή είναι η ταχύτερη ανάκαμψη μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών τουριστικών προορισμών».
Στην έκθεσή της η Standard & Poor’s εξηγεί ότι το σταθερό outlook αντανακλά τους εξωτερικούς παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι τα συνεχιζόμενα πρωτογενή πλεονάσματα που παράγει η Ελλάδα θα λειτουργήσουν αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση της μείωσης του χρέους.
Η S&P αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να προχωρήσει σε νέα αναβάθμιση προς τα πάνω του ελληνικού αξιόχρεου, εφόσον μειωθεί ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ σε επίπεδα άλλων οικονομικών που έχουν λάβει αντίστοιχη αξιολόγηση. Για να μπορέσει να συμβεί αυτό, πρέπει η Ελλάδα να συνεχίσει να παράγει ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, προωθώντας παράλληλα τις μεταρρυθμίσεις που καθιστούν περισσότερο ανταγωνιστική την ελληνική οικονομία. Σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει και ο βαθμός απορρόφησης των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Αναφορικά με το χρέος η Standard & Poor’s διευκρινίζει ότι ενώ παραμένει υψηλό, «το προφίλ του είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά από όλα τα κράτη που αξιολογούμε καθώς η μέση σταθμισμένη διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ήταν 17,2 έτη στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι πληρωμές τόκων αντιστοιχούν σε σχετικά χαμηλό (5,6%) ποσοστό των εσόδων της γενικής κυβέρνησης». Πιο συγκεκριμένα:
- «Εκτιμούμε ότι το καθαρό δημόσιο χρέος θα μειωθεί στο 146% περίπου του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του έτους, το οποίο αντιπροσωπεύει αξιοσημείωτη βελτίωση από το ανώτατο όριο του 189% του ΑΕΠ το 2020. Αυτό αντανακλά κάπως και τον πληθωρισμό, αλλά επίσης και την ταχεία οικονομική ανάπτυξη μετά την πανδημία και την έντονη δημοσιονομική εξυγίανση.
- Ενώ το χρέος παραμένει υψηλό, το προφίλ του είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά από όλα τα κράτη που αξιολογούμε. Η μέση σταθμισμένη λήξη του χρέους γενικής κυβέρνησης ήταν στα 19,7 έτη στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι πληρωμές τόκων καταλαμβάνουν επί του παρόντος ένα σχετικά μέτριο 5,7% των εκτιμώμενων εσόδων της γενικής κυβέρνησης. Το εκτεταμένο πρόγραμμα αναχρηματοδοτήσεων διευκολύνει ουσιαστικά τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης.
- Όπως και άλλες μικρές ανοιχτές οικονομίες, η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη στις αλλαγές των συνθηκών στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό περιλαμβάνει κινδύνους από πιθανή οικονομική επιβράδυνση που μπορεί να επηρεάσει τους σημαντικούς εξωτερικούς τομείς του τουρισμού ή της ναυτιλίας, ή μια άλλη ξαφνική άνοδο των τιμών της ενέργειας. Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη βελτιωμένη δυναμική των πιστωτικών μετρήσεων της Ελλάδας. Οι αξιολογήσεις μας εξακολουθούν να περιορίζονται από το υψηλό ακόμη δημόσιο χρέος και την αδύναμη εξωτερική θέση».
Ο αμερικανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης υπογραμμίζει ακόμη ότι θα μπορούσε να προχωρήσει σε υποβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου, εφόσον οι επιδόσεις στον προϋπολογισμό και οι εξωγενείς ανισορροπίες, όπως ένα αυξημένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινωθούν σημαντικά περισσότερο των εκτιμήσεων. Σύμφωνα με τη S&P, «οι πολιτικές πιέσεις θα περιπλέξουν τις προσπάθειες της κυβέρνησης να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μεσομακροπρόθεσμα, κάτι που θα μπορούσε να επιβραδύνει τη μείωση του χρέους στα χρόνια μετά τον ορίζοντα των προβλέψεων της S&P».
Στο report της η Standard & Poor’s σημειώνει ακόμη τη σημασία που διαδραμάτισε η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα, με την επανεκλογή της Νέας Δημοκρατίας. «Οι εκλογές που διεξήχθησαν νωρίτερα εφέτος απέφεραν άλλη μια πλειοψηφία για το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Η σαφής εντολή και η αποφυγή ενός δυνητικά ασταθούς συνασπισμού επιτρέπει στην κυβέρνηση να συνεχίσει να βασίζεται στις προηγούμενες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Το εκλογικό αποτέλεσμα φαίνεται σε γενικές γραμμές να δίνει εντολή για τη συνέχιση της πολιτικής και αναμένουμε από την κυβέρνηση να προωθήσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα».
«Αυτό περιλαμβάνει περαιτέρω αντιμετώπιση του υψηλού ακόμη δημόσιου χρέους της Ελλάδας (π.χ. συνεχίζοντας να κλείνει το έλλειμμα ΦΠΑ), κατοχυρώνοντας τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και πραγματοποιώντας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στα συστήματα δικαιοσύνης και υγείας, μεταξύ των άλλων προσπαθειών για την ενίσχυση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας» καταλήγει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης στην έκθεσή του για την επενδυτική βαθμίδα (investment grade) στην Ελλάδα.