THEPOWERGAME
Σε «ΒΒΒ» (low), από «ΒΒ», (high), αναβάθμισε η DBRS Ratings τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας. Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης όρισε παράλληλα σε σταθερές τις προοπτικές επαναξιολόγησης 12-18 μηνών (outlook).
Η αξιολόγηση από την DBRS δίνει στην Ελλάδα μετά από 13 χρόνια την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα (investment grade) και αναμένεται να συνοδευτεί από σημαντικές τοποθετήσεις ξένων funds, που δεν μπορούσαν να εντάξουν τη χώρα στις επενδυτικές τοποθετήσεις τους λόγω καταστατικού, όπως είχε επισημάνει σε πρόσφατο ρεπορτάζ του το powergame. Έρχεται, βέβαια, σε μια χρονική περίοδο που η Ελλάδα δοκιμάζεται από το σαρωτικό πέρασμα της κακοκαιρίας Daniel, με τη Θεσσαλία να βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιες καταστροφικές πλημμύρες.
Από τις αρχές της εβδομάδας η ελληνική αγορά είχε στραμμένο το βλέμμα στον καναδικό οίκο αξιολόγησης DBRS, ο οποίος ανήκει στους Big4 (μαζί με Moody’s, Fitch και S&P) που αναγνωρίζει η ΕΚΤ. Σημειώνεται ότι τον Αύγουστο ο γερμανικός οίκος Scope είχε προχωρήσει στην αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου, δίνοντας επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα. Ωστόσο, η Scope δεν αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και γι’ αυτό οι αξιολογήσεις της δεν λαμβάνονται -τυπικά- υπόψιν.
Όσον αφορά τις επόμενες αξιολογήσεις, ακολουθεί αυτή από τον οίκο Moody’s στις 15 Σεπτεμβρίου, όπου η επενδυτική βαθμίδα απέχει τρία σκαλοπάτια για την Ελλάδα. Στις 20 Οκτωβρίου είναι προγραμματισμένη η αξιολόγηση από τον οίκο Standard & Poor’s. Ο κύκλος των αξιολογήσεων για το ελληνικό αξιόχρεο κλείνει το 2023 με τον οίκο Fitch την 1η Δεκεμβρίου.
Γιατί η DBRS έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα
Η αναβάθμιση αντανακλά την άποψη της DBRS ότι, σύμφωνα με το εντυπωσιακό ιστορικό της Ελλάδας, οι ελληνικές αρχές θα παραμείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση.
Τα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με την ενέργεια δεν εμπόδισαν το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο να φτάσει σε πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022. Ο οίκος DBRS αναμένει τώρα πλεόνασμα 1,1% φέτος και 2,1% το 2024. Από το αποκορύφωμά του το 2020, ο λόγος του δημόσιου χρέους έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες, εκ των οποίων 23 ποσοστιαίες μονάδες πέρυσι, επωφελούμενος από τη δημοσιονομική εξυγίανση και την ισχυρή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ.
Επίσης, η σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και του χρέους ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για την εφαρμογή ενός συνετού δημοσιονομικού σχεδίου.
Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες το 2022, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, με ανάπτυξη 5,9%, συνοδευόμενη από βελτιώσεις στην αγορά εργασίας και στήριξη από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, καθώς και την ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου. Καθώς συνεχίζει η υλοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0, οι επενδύσεις θα παραμείνουν μια σημαντική πηγή ανάπτυξης, αν και υπάρχουν εξωγενή ρίσκα.
Το βελτιωμένο αξιόχρεο αντανακλά επίσης την ενίσχυση της συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση και τους θεσμούς, μετά τις υλοποιηθείσες μεταρρυθμίσεις. Ως εκ τούτου, η χώρα επωφελείται από ισχυρή στήριξη και οφέλη χρηματοδότησης σε καιρούς κρίσης, ιδίως με τα νέα εργαλεία που ευρώ που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια.
H πιστοληπτική αξιολόγηση ΒΒΒ (low) και οι σταθερές προοπτικές υποστηρίζονται από τη συμμετοχή στην ΕΕ και την ευρωζώνη και στην υλοποίηση οικονομικών μεταρρυθμίσεων που ενίσχυσαν την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η χώρα συνεχίζει να εμφανίζει πρόοδο στην υλοποίηση του RRP, που αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, περιορίζοντας το επενδυτικό κενό μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της στην ευρωζώνη. Η DBRS εκτιμά ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την υλοποίηση νέων μεταρρυθμίσεων υποστηρικτικών προς την ανάπτυξη, στηρίζοντας παράλληλα την αύξηση των επενδύσεων με κεφάλαια που θα διοχετεύονται μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος. Η αξιολόγηση της Ελλάδας επιβαρύνεται από την κληρονομιά της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και ειδικότερα, τον πολύ υψηλό δείκτη χρέους, τα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων και την υψηλή ανεργία.
- Καταλύτες για νέα αναβάθμιση
Η αξιολόγηση της Ελλάδας θα μπορούσε να αναβαθμιστεί από έναν ή και συνδυασμό από τα ακόλουθα:
- Συνεχιζόμενη υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές
- Διατηρήσιμη δέσμευση στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, οδηγώντας σε βιώσιμη μείωση του χρέους.
Σύμφωνα με την DBRS, πιθανοί λόγοι υποβάθμισης είναι:
- Μια παρατεταμένη δημοσιονομική αδυναμία, που θα θέσει τον δείκτη δημόσιου χρέους σε διατηρήσιμη ανοδική τροχιά
- Η ανατροπή των δομικών μεταρρυθμίσεων
- Νέα αστάθεια στον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
- Το δημόσιο χρέος
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 206,4% του ΑΕΠ το 2020 πριν υποχωρήσει στο 171,3% το 2022, λόγω των βελτιωμένων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και της υψηλής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του τάση στο 162,6% το 2023, καταγράφοντας πτώση 43,8 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020 και κινούμενο κάτω από τα επίπεδα του 2012.
Οι αποδόσεις των ελληνικών 10ετών κρατικών ομολόγων μετά την καταγραφή ιστορικών χαμηλών επιπέδων το 2021 αυξήθηκαν, αλλά πρόσφατα υποχώρησαν κάτω από το 4%. Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες μετριασμού του κινδύνου που σχετίζονται με την ευνοϊκή δομή χρέους της Ελλάδας, καθώς ο επίσημος τομέας κατέχει περισσότερο από το 70% του δημόσιου χρέους με πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια λήξης 20 ετών στο τέλος του 2022 και με 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια. Επιπλέον, ο ΟΔΔΗΧ έχει εφαρμόσει μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης χρέους χρησιμοποιώντας αντισταθμίσεις επιτοκίων για να μετριάσει τον κίνδυνο αύξησης του κόστους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα. Το 2023, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,2%.
Η Ελλάδα έχει αποπληρώσει πλήρως τα δάνειά της από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και προπλήρωσε 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ από τα δάνεια του πρώτου μνημονίου (GLF) το 2022. Μια περαιτέρω πρόωρη αποπληρωμή αναμένεται μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
Παρά το ευνοϊκό προφίλ, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να επιστρέφει και να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς μακροπρόθεσμα το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί με χρέος που χρηματοδοτείται από την αγορά και θα είναι ευαίσθητο σε αστάθειες.
Τα σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα ύψους περίπου 35 δισεκατομμυρίων ευρώ συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Αυτά τα αποθεματικά, συνδυάζονται με την προληπτική στρατηγική διαχείρισης χρέους για την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, μειώνοντας έτσι σημαντικά τους κινδύνους αποπληρωμής και ενισχύοντας τον θετικό ποιοτικό παράγοντα στο δομικό στοιχείο «Χρέος και Ρευστότητα». Ταυτόχρονα, κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η δημοσιονομική ευθύνη και η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη είναι βασικά σε σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.
- Τα κόκκινα δάνεια
Σημαντική προσπάθεια έχει γίνει για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ελλάδας. Ο δείκτης NPEs μειώθηκε στο 8,8% στο τέλος του πρώτου τριμήνου 2023 από 12,1% το πρώτο τρίμηνο του 2021, μειωμένος κατά 40,3 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή του τον Ιούνιο του 2017. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος Ηρακλής ( HAPS), το οποίο έληξε τον Οκτώβριο του 2022.
Η ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών συνέχισε να βελτιώνεται, ωθούμενη κυρίως από οργανικές κινήσεις. Στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης η Ελλάδα θα λάβει δάνεια ύψους 12,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 11,7 δισ. ευρώ θα διοχετευθούν μέσω των ελληνικών τραπεζών. Η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των NPEs που έχει σημειωθεί, τοποθετεί τις τράπεζες καλά για την αύξηση της παροχής πιστώσεων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη.
Ωστόσο, βασική πρόκληση παραμένει η επίλυση των ιδιωτικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που μεταφέρθηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και πλέον διαχειρίζονται οι εταιρείες εξυπηρέτησης πιστώσεων (servicers). Ταυτόχρονα, το δυσκολότερο μακροοικονομικό περιβάλλον και το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών και να οδηγήσει σε νέα NPLs. Αυτό εξηγεί την αρνητική ποιοτική προσαρμογή της DBRS Morningstar στην αξιολόγηση δομικών στοιχείων «Νομισματική Πολιτική και Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα».
- Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
Οι υψηλές τιμές εισαγωγής ενέργειας οδήγησαν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε επιδείνωση. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η ανάκαμψη του ταξιδιωτικού ισοζυγίου και οι χαμηλότερες τιμές της ενέργειας είναι παράγοντες μετριασμού της πίεσης. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε το 2020 και το 2021, φθάνοντας στο 6,6% και στο 6,8% του ΑΕΠ αντίστοιχα, κυρίως λόγω της σημαντικής επιδείνωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου ως αποτέλεσμα των περιορισμών της πανδημίας. Πέρυσι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έφτασε το 9,7% του ΑΕΠ λόγω της υψηλής εξάρτησης της Ελλάδας από τις εισαγωγές ενέργειας σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών της ενέργειας. Αυτό συνέβη παρά τις ισχυρές επιδόσεις των εξαγωγών ιδιαίτερα των υπηρεσιών, λόγω της ανάκαμψης των διεθνών τουριστικών ροών. Μέρος του ελλείμματος εξηγείται από διαρθρωτικούς παράγοντες που σχετίζονται με το υψηλό ενεργειακό κόστος και την πράσινη μετάβαση και κάποιοι κυκλικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη μειωμένη ζήτηση και τον επενδυτικό κύκλο.
Ο τουριστικός τομέας ανέκαμψε έντονα το 2022 με τις διεθνείς αφίξεις τουριστών σχεδόν το 90% των επιπέδων του 2019 και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις το 99% της χρονιάς ρεκόρ. Ο τουρισμός συνεχίζει να έχει καλές επιδόσεις φέτος με διεθνείς αφίξεις το πρώτο εξάμηνο του έτους να ξεπερνούν τα επίπεδα του 2019 και του 2022.
Οι πρόσφατες πυρκαγιές σε ορισμένα νησιά δεν αναμένεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα ούτε στα δημόσια οικονομικά το 2023, αλλά εάν καταγραφεί υψηλή συχνότητα και επιπτώσεις θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις τουριστικές ροές τα επόμενα χρόνια.
Η μακροοικονομική προσαρμογή από το 2010 και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας του 2012 έχουν βελτιώσει την εξωτερική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά, με τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών να αυξάνονται από 9% του ΑΕΠ το 2010 σε περίπου 27% το 2022. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν πλέον περίπου το 50% του ΑΕΠ από 22% το 2010.
Τα τελευταία δύο χρόνια, η Ελλάδα σημείωσε σημαντική αύξηση στις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ), οι οποίες κατέγραψαν υψηλό δύο δεκαετιών το 2022, φτάνοντας τα 7,2 δισ. ευρώ. Οι αυξημένες εισροές στην ΕΕ και εισροές ΑΞΕ θα αντισταθμίσουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών του ισοζυγίου πληρωμών.
Χατζηδάκης για επενδυτική βαθμίδα: Σημαντική εξέλιξη σε μια δύσκολη συγκυρία
Την ικανοποίησή του για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα, μετά την αξιολόγηση της DBRS, εξέφρασε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης.
«Σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για την πατρίδα μας, σε μια στιγμή που η σκέψη όλων μας είναι στα θύματα των άνευ προηγουμένου φυσικών καταστροφών και τις οικογένειές τους, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια, είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη για τη χώρα μας» ανέφερε.
Και πρόσθεσε: «Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, ένας από τους τέσσερις διεθνείς οίκους που αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δίνει στην Ελλάδα τη λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα και με αυτόν τον τρόπο την κατατάσσει σε μια διαφορετική πλέον κατηγορία από πλευράς πιστοληπτικής αξιολόγησης. Το άλμα αυτό δεν ήταν εύκολο, αλλά ούτε και τεχνικού χαρακτήρα. Προϋπέθετε αφενός τη συστηματική προσπάθεια που έγινε τα τελευταία τέσσερα χρόνια σε οικονομικό επίπεδο και η οποία είχε επιβραβευτεί μέχρι τώρα με αλλεπάλληλες πιστοληπτικές αναβαθμίσεις. Σημαίνει επίσης περαιτέρω βελτίωση των όρων δανεισμού, περισσότερες επενδύσεις στη χώρα, ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας».
«Η ανακοίνωση του οίκου DBRS είναι αρκετά εύγλωττη για να γίνουν πολλά περαιτέρω σχόλια. Μιλάει τόσο για την επιτυχία της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης σε διαφορετικά επίπεδα (αύξηση των επενδύσεων, των εξαγωγών, μείωση της ανεργίας, μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ), όσο και για τον συνδυασμό της πολιτικής σταθερότητας με την υπεύθυνη οικονομική πολιτική που δημιουργεί ένα κατάλληλο κλίμα για την περαιτέρω ενδυνάμωση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας» τόνισε.
Και κατέληξε ο Κωστής Χατζηδάκης για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα μετά την αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου από την DBRS: «Δουλειά μας είναι να συνεχίσουμε με σοβαρότητα τις προσπάθειές μας στο επίπεδο της δημοσιονομικής πολιτικής όσο και των διαρθρωτικών αλλαγών, για να πείθουμε τόσο τους οίκους αξιολόγησης, όσο και τις αγορές και τους επενδυτές ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που αξίζει κανείς να επενδύει και να ανοίγει καινούργιες δουλειές. Το οφείλουμε σε όλους τους Έλληνες πολίτες, το οφείλουμε στην πατρίδα μας».