THEPOWERGAME
Επιφυλακτικοί είναι οι επενδυτές για την οικονομική προοπτική της Ευρωζώνης σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι οποίες κερδίζουν το αφήγημα μιας ομαλής προσγείωσης, παρά την επιθετική αύξηση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζά τους. Η μεγαλύτερη έκθεση της Ευρώπης στην επισιτιστική και ενεργειακή ανασφάλεια, που γεννήθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη συνακόλουθη ρήξη των σχέσεων Κρεμλίνου και Δύσης, την καθιστούν οικονομικά πιο αδύναμη.
Με τον πληθωρισμό να μην έχει επιβραδυνθεί ικανοποιητικά στην Ευρωζώνη, στο 5,3% τον Ιούλιο, έναντι του αντίστοιχου 3% στις ΗΠΑ, οικονομικοί αναλυτές αναρωτιούνται για τον βαθμό της αποτελεσματικότητας των αυξήσεων στα επιτόκια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Την περασμένη εβδομάδα η ΕΚΤ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας παύσης στις αυξήσεις του κόστους δανεισμού από τον Σεπτέμβριο, αφού αναπροσάρμοσε τα επιτόκια υψηλότερα κατά 25 μονάδες βάσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Φάμπιο Πανέτα, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε την Πέμπτη πως ο πληθωρισμός μπορεί να χαλιναγωγηθεί ακόμη και αν παραμείνουν σταθερά τα επιτόκια στα τρέχοντα επίπεδα, αντί να αυξηθούν περαιτέρω και έτσι να κινδυνεύσει η Ευρωζώνη με ύφεση. Ο Πανέτα είναι ένα από «περιστέρια» της ΕΚΤ, δηλαδή ανήκει στην ομάδα των αξιωματούχων που τάσσονται υπέρ των ήπιων προσαρμογών στη νομισματική πολιτική, αν και ο ίδιος δεν απέκλεισε την πιθανότητα μιας νέας αύξησης εάν σημειωθεί επιδείνωση του πληθωρισμού.
Οι επιφυλάξεις για την πορεία της Ευρωζώνης ενισχύονται από τα υποτονικά εταιρικά αποτελέσματα. Όπως διαπιστώνουν οι Financial Times, οι εταιρείες που συνθέτουν τον πανευρωπαϊκό χρηματιστηριακό δείκτη Stoxx 600 πρόκειται να παρουσιάσουν τη μεγαλύτερη πτώση στα τριμηνιαία κέρδη τους από την περίοδο της πανδημίας της νόσου Covid-19. Υπολογίζεται πως θα καταγραφεί μια υποχώρηση της τάξεως του 17% μέσα στο β’ τρίμηνο του έτους. Εκεί αποδίδεται η συγκράτηση των ανοδικών τάσεων στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, με τον Stoxx 600 να καταγράφει κέρδη της τάξεως του 6,64% από τις αρχές του έτους, δηλαδή χαμηλότερα από τα αντίστοιχα 9,11% του αμερικανικού χρηματιστηριακού δείκτη S&P 500.
Η απαισιοδοξία για την προοπτική της Ευρωζώνης αντανακλάται, επίσης, από την αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου κατά 2,6% από τα μέσα Ιουλίου. Επιπροσθέτως, η διαφορά αποδόσεων ανάμεσα στο 10ετές αμερικανικό και γερμανικό ομόλογο έχει πορευτεί στο υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές του έτους. Μερίδα επενδυτών έχει αυξήσει τις τοποθετήσεις σε γερμανικά ομόλογα, στοιχηματίζοντας σε ράλι των τιμών εάν η οικονομία παγιδευτεί σε ύφεση.
Γεγονός είναι πως η γερμανική οικονομία αποτελεί σήμερα τον αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης, λόγω της μεγάλης εξάρτησης που είχε καλλιεργήσει στο ρωσικό φυσικό αέριο τα χρόνια πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ακόμη και η αύξηση του εμπορικού πλεονάσματος μέσα στον Ιούνιο στα 18,7 δισ. ευρώ έναντι των 15 δισ. που αναμένονταν, αποδίδεται κυρίως στην υποχώρηση των εισαγωγών κατά 3,4% και όχι στην αύξηση των εξαγωγών, που περιορίστηκε στο 0,1%. Την Πέμπτη ανακοινώθηκε επίσης συρρίκνωση του κλάδου παροχής υπηρεσιών στην Ιταλία, οδηγώντας σε γενικευμένη πτώση τη δραστηριότητα στον ιδιωτικό κλάδο της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας στην Ευρωζώνη.
Οι πεποιθήσεις των επενδυτών έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις προβλέψεις του οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch για ύφεση στις ΗΠΑ μέσα στο δ’ τρίμηνο του 2023 και το α’ τρίμηνο του 2024. Η υποβάθμιση του αξιόχρεου των ΗΠΑ νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα αιφνιδίασε την Ουάσιγκτον και τις αγορές.
Δεν είναι, όμως, όλα μελανά στην Ευρωζώνη. Οι τιμές του φυσικού αερίου δεν κινούνται στα δυσθεώρητα επίπεδα του περσινού καλοκαιριού, με αποτέλεσμα το κόστος ενέργειας να υποχωρεί σταθερά και να συμπαρασύρει σε χαμηλότερα επίπεδα τους δείκτες τιμών στην Ευρωζώνη, όπως τον δείκτη τιμών παραγωγού, που προσγειώθηκε τον Ιούνιο στο χαμηλό τριετίας.