THEPOWERGAME
Ράλι στην τιμή παραγωγού στο επίπεδο των 7 ευρώ ή και λίγο περισσότερο σε ορισμένες περιπτώσεις καταγράφει τις τελευταίες εβδομάδες το ελαιόλαδο, την ώρα που η ζήτηση για τις εναπομείνασες ποσότητες έξτρα παρθένου ελαιόλαδου εντείνεται, λόγω της ανισορροπίας που προκαλεί στην παγκόσμια και κυρίως την ευρωπαϊκή αγορά η μεγάλη μείωση στην παραγωγή της Ισπανίας, που αντιστοιχεί στο 50% και πλέον της παγκόσμιας παραγωγής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 5μηνο του 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι ελληνικές εξαγωγές ελαιόλαδου υπερδιπλασιάστηκαν στα 861 εκατομμύρια ευρώ από 355,4 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι και 333,1 εκατ. ευρώ το 5μηνο του 2021. Η Ελλάδα έχει εξάγει στο 5μηνο του 2023 περισσότερο ελαιόλαδο σε αξία απ’ ό,τι εξήγαγε στο 11μηνο του 2022.
Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της αύξησης προέρχεται από την ευρωπαϊκή αγορά, στην οποία, άλλωστε, κυρίως Ιταλία και Ισπανία, κατευθύνονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου. Οι ελληνικές εξαγωγές στις χώρες της ΕΕ αυξήθηκαν στα 778,5 εκατ. ευρώ από 296,6 εκατ. ευρώ το 5μηνο του 2022 και 280,2 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2021.
Διατηρείται υψηλά η ζήτηση – Πού κυμαίνονται οι τιμές
Παράγοντες της αγοράς αποδίδουν την αύξηση των εξαγωγών τόσο στην αύξηση της τιμής, όσο και στην αύξηση του όγκου. Οι τιμές παραγωγού στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης (ΣΕΔΗΚ) και δημοσιοποίησε προχθές, Τρίτη 11 Ιουλίου, κυμαίνονται στην Κρήτη από 6,25 έως 7,15 ευρώ/κιλό, ενώ στην Πελοπόννησο και άλλα νησιά από 6,5 έως 6,75 ευρώ/κιλό.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι η ζήτηση για το ελληνικό ελαιόλαδο διατηρείται αυξημένη, καθώς η προσφορά δεν καλύπτει τη ζήτηση. «Παρά τις υψηλές τιμές, υπάρχει ζήτηση από την ελληνική και ευρωπαϊκή αγορά, καθώς οι εμπορικές εταιρείες έχουν συμβόλαια και πρέπει να ανταποκριθούν στις ποσότητες που έχουν συμφωνήσει», δηλώνει στο powergame.gr ο γενικός διευθυντής του Αγροτικού Συνεταιρισμού «Ένωση Μεσσηνίας», Γιάννης Παζιός.
Βεβαίως, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής διακινήθηκε στην τιμή των 5 με 5,5 ευρώ, και πάλι όμως ήταν αισθητά αυξημένη συγκριτικά με τα 3-3,5 ευρώ που πωλούνταν το ελαιόλαδο παλαιότερα. Ταυτόχρονα, όμως, η παραγωγή ήταν εξαιρετικά καλή, το κόστος παραγωγής όμως ήταν επίσης σημαντικά αυξημένο.
Καλύτερα ελαιόλαδο στην αποθήκη, από χρήματα στην τράπεζα
Σήμερα όσοι -λίγοι- εξακολουθούν να έχουν αποθέματα εμφανίζονται μάλλον απρόθυμοι να πωλήσουν ακόμη και σ’ αυτά τα επίπεδα τιμών, προσδοκώντας ότι θα κινηθούν σε υψηλότερα επίπεδα. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση ελαιοπαραγωγού ότι στην παρούσα συγκυρία είναι πιο συμφέρον (υπό την έννοια της προοπτικής καλύτερης απόδοσης) να διατηρεί ελαιόλαδο στην αποθήκη του, απ’ ό,τι χρήματα στην τράπεζα.
Γιατί έχει ανέλθει στα υψηλά 20ετίας η τιμή του ελαιόλαδου
Κινητήριες δυνάμεις της μεγάλης αύξησης της τιμής του ελαιόλαδου είναι, όπως προαναφέρθηκε, η βύθιση της παραγωγής της Ισπανίας στα χαμηλότερα επίπεδα της 10ετίας, τους 736 χιλιάδες τόνους κατά την περσινή σεζόν από 1,37 εκατομμύρια τόνους που είναι ο μέσος όρος παραγωγής στη χώρα (πριν από μερικά χρόνια η παραγωγή είχε εκτοξευθεί στο 1,77 εκατ. τόνους), λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων, η αύξηση του κόστους παραγωγής, από τα εφόδια έως τα εργατικά, και η αύξηση της ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω και των υψηλών τιμών στα φυτικά έλαια, ως αποτέλεσμα των διαταραχών στις αγορές από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Προς μεγάλη μείωση της ελληνικής παραγωγής στη νέα σεζόν
Το ερώτημα είναι τι θα γίνει στη νέα σεζόν, όταν η ελληνική παραγωγή εκτιμάται ότι θα είναι μειωμένη κατά 40%-50%, λόγω αφενός του φαινομένου της παρενιαυτοφορίας (όταν τα ελαιόδεντρα έχουν μεγάλη παραγωγή έναν χρόνο, τον επόμενο η παραγωγή μειώνεται αισθητά ή εκμηδενίζεται), αφετέρου άλλων παραγόντων, όπως καιρικές συνθήκες, άρδευση, λίπανση, προσβολές και εν γένει καλλιεργητικές φροντίδες.
Ακόμη και το γεγονός ότι λόγω της μεγάλης έλλειψης εργατικών χεριών πέρυσι η συγκομιδή μετατέθηκε χρονικά, δηλαδή οι καρποί παρέμειναν στα δέντρα περισσότερο χρονικό διάστημα απ’ όσο χρειάζεται, αυτό οδηγεί σε μείωση της παραγωγής της επόμενης χρονιάς, όπως εξηγεί στο powergame.gr ο επιστημονικός υπεύθυνος του ΣΕΔΙΚ, κ. Νίκος Μιχελάκης.
Πιο καθαρή εικόνα για το ύψος της παραγωγής θα υπάρχει στις αρχές του φθινοπώρου, οι προσδοκίες, όμως, για τις τιμές είναι υψηλές, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στο νέο σημείο που θα ισορροπήσουν οι τιμές, συνάρτηση και της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.