THEPOWERGAME
Πάνω από 1%-2% του τζίρου τους επενδύουν οι βιομηχανίες-προμηθευτές του λιανεμπορίου σε εργαλεία τεχνολογίας και πλατφόρμες, επιπλέον του διαφημιστικού τους μπάτζετ, προκειμένου να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους στο ράφι.
Λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού, οι παραγωγοί των brands χρειάζεται πλέον να επενδύσουν σημαντικά κεφάλαια σε νέες τεχνολογίες, πέρα από τους πόρους που διαθέτουν σε ανθρώπους, δεδομένα και marketing. Μεγάλοι παίκτες, όπως η P&G, η Unilever, η Henkel, αλλά και μεσαίου και μικρότερου μεγέθους εταιρείες, χρειάζονται εργαλεία για σύγκριση τιμών, βελτιστοποίηση στο ράφι, real time δεδομένα, δεδομένα καλαθιού, συστήματα για να ενημερώνονται για τη γνώμη των καταναλωτών στα ψηφιακά κανάλια (Share of voice – SOV) και retail media, μια τεχνολογία που σήμερα προσφέρει κατά βάση η εταιρεία Project Agora. Ισχυρή είναι και η ανάπτυξη της αγοράς διαχείρισης εμπειρίας προϊόντων, το product experience management -PXM (που αποτελεί εξέλιξη των συστημάτων Product Information Management – PIM).
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εταιρείες που παρέχουν τις ψηφιακές λύσεις αντλούν δεδομένα από τις αλυσίδες του λιανεμπορίου και έχουν βασικούς πελάτες τους προμηθευτές. Δεν έχουν ανταγωνισμό με εταιρείες όπως οι διεθνείς Nielsen και Circana (πρώην IRI Ελλάς), που μελετούν κυρίως τις τάσεις στη ζήτηση των προϊόντων από την πλευρά των καταναλωτών. Βασίζονται σε αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, για να δημιουργήσουν αξία για τους πελάτες τους. Στην αγορά δραστηριοποιούνται σημαντικές ελληνικές εταιρείες, όπως για παράδειγμα η Convert Group, η οποία, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Γκεζερλή, πρόεδρο και ιδρυτή του ομίλου, στοχεύει να γίνει το παγκόσμιο πρότυπο στον τρόπο που έμποροι και προμηθευτές συνεργάζονται μέσα από δεδομένα στο omnichannel εμπόριο. Έχει επεκταθεί σε 21 χώρες, έχει πελάτες 15 από τις 20 μεγαλύτερες πολυεθνικές καταναλωτικών αγαθών και φαρμάκων και εστιάζει στα στοιχεία των πωλήσεων, προσφέροντας εργαλεία όπως data analytics και data monetization, για οικονομικά οφέλη με τη χρήση και την ανάλυση δεδομένων.
Άλλες εταιρείες δεν εστιάζουν στα στοιχεία των πωλήσεων, αλλά στα στοιχεία του ραφιού.
Για παράδειγμα, η Keyvoto αναπτύσσει δραστηριότητα στον τομέα PXM, προσφέροντας τη δυνατότητα σε προμηθευτές, εταιρείες λιανικής και εξωτερικούς συνεργάτες να ενημερώνουν και να διαχειρίζονται τις πληροφορίες των προϊόντων σε διάφορα κανάλια. Έχει πελάτες πάνω από 20 μεγάλους προμηθευτές του λιανεμπορίου, μεταξύ των οποίων P&G, Nestle, Henkel, Reckitt και AS Company.
Τα δεδομένα για τις τιμές έρχονται από τα websites των αλυσίδων τύπου ΑΒ Βασιλόπουλος, My Market κ.ά. Τα δεδομένα αυτά επαρκούν, δεδομένου ότι το 80% του τζίρου των σούπερ μάρκετ έρχεται από το 20% του κωδικολογίου τους, προϊόντα που διατίθενται στα ψηφιακά κανάλια.
Τα ψηφιακά εργαλεία δίνουν πρόσβαση σε πληροφορίες όχι μόνο στους μεγάλους παίκτες, αλλά σε ευρύτερο κομμάτι της αγοράς, εταιρείες που πιθανόν δεν έχουν το μπάτζετ να δημιουργήσουν in-house σύστημα για ανάλυση δεδομένων. Η επένδυση σε ένα τέτοιο εργαλείο μπορεί να κυμαίνεται σε 8-10 χιλ. ευρώ τον χρόνο, σύμφωνα με τον Γιώργο Παπαδημητρίου, συνιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της Keyvoto, ενώ ένας μεγάλος πελάτης θα επενδύσει κάποιες δεκάδες χιλιάδες ευρώ κατά μέσο όρο, ανάλογα με την ανάγκη που θέλει να καλύψει.
Σημειώνεται ότι οι επιχειρήσεις θέλουν να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή τη θέση των προϊόντων τους στην κατάταξη σε σχέση με τον ανταγωνισμό, τις τιμές, τις διακυμάνσεις των τιμών, αλλά και το στοκ τους, σε κάθε αλυσίδα, ώστε να ενημερώσουν την αποθήκη τους. Δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγάλα marketplaces, όπως π.χ. η Skroutz, δίνουν έμφαση και επενδύουν σε συστήματα που δίνουν τέτοιες δυνατότητες στις εταιρείες-μέλη τους. Επίσης, πλατφόρμες όπως e-food και wolt πιέζουν για αλλαγές στην ταχύτητα εξυπηρέτησης το σύνολο της αγοράς.