THEPOWERGAME
Drones και προηγμένα εξαρτήματα όπως λιπασματοδιανομείς και ψεκαστικά στα χωράφια, ρομποτικά αμελκτικά συγκροτήματα στους στάβλους και ψηφιακές εφαρμογές (Apps) στο smartphone αποτελούν τις πύλες εισόδου της ελληνικής γεωργίας στη νέα εποχή της υψηλής τεχνολογίας που φέρνει μείωση του κόστους παραγωγής, μικρότερη επιβάρυνση στο περιβάλλον και μεγαλύτερη παραγωγή, άρα μεγαλύτερο εισόδημα για τον αγρότη και τον κτηνοτρόφο.
Οι Έλληνες παραγωγοί, ειδικά των νεώτερων ηλικιών, ενημερώνονται για τις τεχνολογικές εξελίξεις, ενδιαφέρονται για τις καινοτομίες που φέρνει η νέα ψηφιακή εποχή στη γεωργία – Agriculture 4.0, ωστόσο ο βαθμός που τις ενσωματώνουν αποτελεί συνάρτηση του μεγέθους και των οικονομικών δυνατοτήτων της εκμετάλλευσής τους.
Γι’ αυτό, άλλωστε, οι πιο προηγμένες τεχνολογικές εφαρμογές συναντώνται σήμερα σε μονάδες και εκμεταλλεύσεις με πολύ μεγάλο κύκλο εργασιών, όπως είναι κτηνοτροφικές μονάδες με σημαντικό ζωικό κεφάλαιο και μεγάλες εκμεταλλεύσεις, εκατοντάδων ή και χιλιάδων στρεμμάτων, με αροτραίες καλλιέργειες, κυρίως ρύζι και δευτερευόντως βαμβάκι, καλαμπόκι και σιτηρά.
Τρακτέρ με αυτόματο πιλότο και GPS, σύγχρονοι λιπασματοδιανομείς και ψεκαστικά μηχανήματα που εφαρμόζουν προϊόντα θρέψης και φυτοπροστασίας με ακρίβεια εκατοστών και με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες του χωραφιού σε κάθε σημείο του, ισοπέδωση χωραφιών με χρήση laser, ρομποτικά συστήματα κατανομής τροφής και άμελξης στους στάβλους, κολάρα με συσκευές εντοπισμού, δορυφορικοί χάρτες με εδαφολογικά δεδομένα, μετεωρολογικοί σταθμοί, ηλεκτρονικά συστήματα διαχείρισης των εκμεταλλεύσεων, είναι οι βασικότερες αλλά όχι οι μόνεςαπό τις νέες τεχνολογίες που αξιοποιούν οι Έλληνες παραγωγοί.
Ο σχετικός κατάλογος εμπλουτίζεται διαρκώς και είναι χαρακτηριστικό ότι τους τελευταίους μήνες έχει εκτοξευθεί η ζήτηση για drones, τα οποία έχουν διπλή εφαρμογή: από τη μία αποτυπώνουν την κατάσταση στο χωράφι, για παράδειγμα σε ποια σημεία υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για θρεπτικά συστατικά και νερό, και από την άλλη χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή φυτοπροστατευτικών προϊόντων.
Το αξιοπερίεργο είναι ότι η ζήτηση για drones αυξάνεται με γεωμετρικό ρυθμό την ώρα που δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο για τους από αέρος ψεκασμούς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, η αγορά drones δεν επιδοτείται μέσω των επενδυτικών προγραμμάτων όπως τα Σχέδια Βελτίωσης, τα οποία ήταν και παραμένουν το βασικότερο εργαλείο αναβάθμισης του υλικοτεχνικού εξοπλισμού στον αγροδιατροφικό τομέα, αν και η διαρκώς αυξανόμενη έλλειψη εργατικού δυναμικού τα τελευταία χρόνια καθιστά ολοένα και πιο συμφέρουσα την επένδυση σε σύγχρονες τεχνολογικές εφαρμογές.
Αυξάνεται, πάντως, διαρκώς ο αριθμός των αγροτών που καταβάλλουν από ίδιους πόρους ένα σεβαστό ποσό, όσο ένα καλό αυτοκίνητο (25.000-40.000 ευρώ η μέση τιμή), για να αγοράσουν drone εκτιμώντας ότι θα κάνουν απόσβεση σε λίγα χρόνια. Κι αυτό διότι η χρήση drone συνεπάγεται σημαντική μείωση του κόστους παραγωγής αφού χρησιμοποιείται λιγότερο νερό (περίπου το 1/10) και λιγότερα καύσιμα απ’ ότι με τα κλασικά ψεκαστικά, ενώ δεν συμπιέζεται το έδαφος και δεν προκαλείται ζημιά στην καλλιέργεια με αποτέλεσμα την απώλεια παραγωγής, παράγοντας που καθίσταται ολοένα και πιο σημαντικός στην κατεύθυνση αύξησης της στρεμματικής απόδοσης. Επιπρόσθετα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε δύσβατες περιοχές και νυχτερινές ώρες.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, με το drone δεν μπορεί να επιτευχθεί ομοιόμορφη κάλυψη του φυτού ενώ εάν δεν υπάρχει άπνοια, τα αερομεταφερόμενα σταγονίδια μπορεί να μεταφερθούν σε γειτονικά χωράφια. Όλα αυτά συνεκτιμώνται από την επιστημονική κοινότητα που εκπονεί μελέτες και πειράματα (γίνονται και στην Ελλάδα) για να αξιολογήσει ποιοι παράγοντες συμβάλλουν στη βέλτιστη χρήση των drones.