THEPOWERGAME
Η καλή πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού θα συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες, έχοντας ως βασικό μοχλό αυτήν τη φορά, όχι την κατανάλωση -όπως συνέβη τα δύο τελευταία χρόνια-, αλλά τις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Σύμφωνα με υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, πέρυσι στην Ελλάδα επενδύθηκαν 9 δισ. ευρώ περισσότερα σε σχέση με το 2019. Και αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι η χώρα έζησε δύο πρωτοφανείς κρίσεις (πανδημία και ενεργειακό).
Ειδικότερα, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου πέρυσι στη χώρα μας ανήλθε σε 28,5 δισ. ευρώ, έναντι 19,5 δισ. ευρώ το 2019. Με όρους ΑΕΠ, σημειώθηκε μια μεγάλη αύξηση, καθώς πλέον οι επενδύσεις αντιστοιχούν στο 15% του ΑΕΠ του 2022, έναντι 12% που ήταν το 2019. Και αυτό παρά τη σημαντική αύξηση του ΑΕΠ τα δύο τελευταία χρόνια, το οποίο ξεπέρασε εκείνο του 2019.
Πάντως, το ύψος των επενδύσεων (ως ποσοστό του ΑΕΠ) υστερεί σε σχέση με τον κοινοτικό μέσο όρο, που το 2021 ανήλθε σε 22%. Η κατάσταση αυτή, ωστόσο, θα αλλάζει καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και τα ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια τώρα αρχίζουν να επιδρούν στην πραγματική οικονομία.
Φέτος εκτιμάται ότι οι επενδύσεις θα ξεπεράσουν τα 30 δισ. ευρώ
Όπως ανέφεραν τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, το Ταμείο Ανάκαμψης μέχρι σήμερα επηρεάσε μόνον ψυχολογικά την οικονομία και τις επιχειρήσεις. Με όρους δαπανών οι επιπτώσεις θα αρχίσουν να γίνονται από φέτος περισσότερο ορατές. «Αν στον δημόσιο τομέα τα επενδυτικά σχέδια χρειάζονται έως και τρία χρόνια ωρίμανση, στον ιδιωτικό τομέα η ωρίμανση απαιτεί 1-2 χρόνια», παραδέχεται στέλεχος του υπ. Οικονομικών.
Έτσι, όλα τα επενδυτικά σχέδια που συζητιούνται τα τελευταία δύο-τρία χρόνια τώρα αρχίζουν να επηρεάζουν την ελληνική οικονομία. Υπενθυμίζεται ότι μέχρι τώρα έχουν υπογραφεί συμβάσεις ιδιωτικών επενδυτικών σχεδίων ύψους 5,5 δισ. ευρώ, ενώ στη «γραμμή παραγωγής» υπάρχουν επιπλέον επενδυτικά σχέδια ύψους 6,5 δισ. ευρώ. Επίσης, αυτήν την περίοδο υπάρχουν εκατοντάδες ανοιχτοί διαγωνισμοί για έργα του δημόσιου τομέα, που θα χρηματοδοτηθούν είτε από το Ταμείο Ανάκαμψης, είτε από το ΕΣΠΑ, είτε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.
Τα ίδια στελέχη χθες απέρριψαν τις πρόσφατες επικρίσεις του πρώην πρωθυπουργού, Κώστα Σημίτη, ότι οι ξένοι επενδύουν κερδοσκοπικά και ότι με εγχώρια τραπεζικά κεφάλαια αποκτούν τον έλεγχο σημαντικών περιουσιακών στοιχείων. Οι ίδιοι σημείωσαν ότι κατ’ αρχάς οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) είναι μόνον ένα μέρος του συνόλου των επενδύσεων, ενώ επιπλέον σήμερα δίνεται έμφαση στην προώθηση των παραγωγικών επενδύσεων, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε το 2000, όταν οι επενδύσεις εστιάζονται σε δημόσια έργα και σε κατοικίες, δηλαδή περιουσιακά στοιχεία με πολύ χαμηλές αποδόσεις.
Οι σημερινές επενδύσεις, όπως π.χ. η δημιουργία μονάδων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, ναυπηγείων, βιομηχανικών μονάδων παραγωγής υλικών, μεταποίησης τροφίμων κ.λπ., αλλάζουν το παραγωγικό μοντέλο της χώρας με παραγωγικές επενδύσεις υψηλών αποδόσεων και πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομία. Επιπλέον, όταν κάποιος παράγει προϊόντα και αγαθά, πραγματοποιεί και εξαγωγές, οι οποίες αποφέρουν πραγματικό πλούτο στη χώρα.
Σύμφωνα με τα στελέχη του υπ. Οικονομικών, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές αγαθών θα καταστούν τα επόμενα χρόνια οι βασικοί τροφοδότες της εγχώριας ανάπτυξης και του ΑΕΠ. Αυτό, μάλιστα, θα φανεί και στη φετινή χρονιά, που το ΑΕΠ αναμένεται ότι θα διευρυνθεί με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ αυτήν που προβλέπει ο Προϋπολογισμός.
Προς την κατεύθυνση αυτήν, όπως παραδέχονται τα στελέχη του υπ. Οικονομικών, συνέβαλε και η αποκλιμάκωση των τιμών των ενεργειακών αγαθών (ειδικά του φυσικού αερίου). Σημειώναν, δε, ότι αυτή η ενεργειακή κρίση κόστισε στη χώρα άλλες δύο ποσοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη του ΑΕΠ. Αντί 5,9%, θα ήταν κοντά στο 8% το 2022.
Τέλος, οι άνθρωποι του υπουργείου Οικονομικών χαρακτήριζαν ως καταλύτη στην αλλαγή αυτή του παραγωγικού μοντέλου που συντελείται στη χώρα μας τα επενδυτικά κίνητρα που έδωσε η κυβέρνηση. Προσέθεταν, δε, ότι είναι απαραίτητο η πολιτική αυτή να συνεχιστεί και στα επόμενα χρόνια και ότι δεν πρέπει να υπονομευθεί.