THEPOWERGAME
Υπάρχουν πολλοί και σοβαροί λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση αποφάσισε να ανοίξει το λιανεμπόριο και την αγορά. Η κόπωση των πολιτών, η αδυναμία περιορισμού της πανδημίας και η αρνητική εξέλιξη των δημοσιονομικών, είναι λόγοι που καθένας από αυτούς θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο άνοιγμα της αγοράς.
Εν προκειμένω ισχύουν όλα μαζί. Και τα δημοσιονομικά επιδεινώνονται, και ο κόσμος κουράζεται και η πανδημία δεν υποχωρεί. Όπως το θέτει κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος η αγορά πρέπει σταδιακά να ανοίξει, αφού το κλείσιμο της έχει δημιουργήσει μια ισχυρή κοινωνική συναναστροφή η οποία αντί να μειώνει την ένταση της πανδημίας την αυξάνει. Σημειώνει δε ότι πολλοί από εκείνους που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας λόγω του lockdown, μεταβαίνουν σε σπίτια φίλων, γνωστών, συγγενών κ.ο.κ. και μάλιστα, οι συναναστροφές αυτού του είδους, είναι συχνά λιγότερο υγειονομικά ασφαλείς, καθώς σε δεν γίνεται χρήση μασκών. «Από πλευράς κοινωνικής ψυχολογίας, αυτοί που βρίσκονται σε lockdown κάνουν χειρότερα από αυτά που θα έκαναν αν δεν βρισκόντουσαν σε lockdown», παραδέχεται κυβερνητικό στέλεχος.
Τα φαινόμενα αυτά, είναι σε γνώση των λοιμωξιολόγων και γι’ αυτό, παρά το γεγονός ότι τα κρούσματα κορονοϊού παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, τώρα δειλά συγκατατίθενται σε ένα σταδιακό άνοιγμα της αγοράς. Προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλουν, αφενός η βελτίωση του καιρού, αφετέρου δε η αύξηση των εμβολιασμών.
Το οικονομικό επιτελείο και οι εμπορικές επιχειρήσεις έχουν έναν επιπλέον λόγο που θέλουν το άνοιγμα της αγοράς. Χάνουν και οι δύο έσοδα. Όπως το θέτει κυβερνητικό στέλεχος, οι κομμώτριες εργάζονται, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι και οι καταναλωτές αγοράζουν από την Amazon, το eΒay κ.ά. «Ειδικά στο λιανεμπόριο -δεν λέω για την εστίαση – αλλά για το λιανεμπόριο κανείς δεν εγγυάται ότι εργάζεται με τη μάσκα στο σπίτι. Αντίθετα, όλοι κάνουν το τελείως ανάποδο», αναφέρει στέλεχος της κυβέρνησης.
Τη διάσταση της τήρησης πλημμελών μέτρων προστασίας από τον κορονοϊό έθεσε και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης μιλώντας χθες σε ραδιοφωνικό σταθμό. Ο κ. Σκυλακάκης ανέφερε ότι το πολύμηνο απαγορευτικό, αλλάζει την κοινωνική συμπεριφορά, ενώ πρόσθεσε ότι «είναι ασφαλέστερο να έχεις κάποιον να δουλεύει με τα μέτρα, παρά να κάθεται και να έχει επαφές χωρίς τα μέτρα».
Ο ακόμη χειρότερος εφιάλτης του κ. Σκυλακάκη αλλά και της κυβέρνησης είναι ότι η όλη διαδικασία περιορισμού της κίνησης ενισχύει τη «μαύρη οικονομία», αφού, όσοι εργάζονται γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι, φυσικά δεν κόβουν αποδείξεις. Έτσι η κυβέρνηση, με την εξέλιξη που πήρε το lockdown, όχι μόνον δεν περιστέλλει την πανδημία, αλλά επιπλέον ενισχύει την μαύρη οικονομία χάνοντας πολύτιμα έσοδα. Γι’ αυτό άλλωστε ξεκινά το άνοιγμα της αγοράς από τη συγκεκριμένη κατηγορία επαγγελματιών (κομμωτές, μανικιουρίστες, μακιγιέρ κ.ο.κ.).
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τα εμπορικά καταστήματα. Οι αγορές αναστέλλονται λόγω του lockdown μέχρις ενός σημείου. Κάποια στιγμή οι χρήστες θα μπουν στους υπολογιστές και θα παραγγείλουν από ηλεκτρονικά καταστήματα (e-shops). Μάλιστα, καθώς οι διεθνείς παίκτες έχουν μεγαλύτερο πλεονέκτημα από τους εγχώριους λιανέμπορους στις online πωλήσεις, αναπόφευκτα οι τελευταίοι θα χάσουν έσοδα. Γι’ αυτό άλλωστε ασκούνται τεράστιες πιέσεις στην κυβέρνηση από ισχυρούς παράγοντες του εγχώριου λιανικού εμπορίου, προκειμένου να αρθεί το lockdown.
Εξυπακούεται, ότι με κάθε αγορά από το Amazon, ή άλλα αμερικανικά ή και κινέζικα e-shops έσοδα δεν χάνει μόνον ο εγχώριος λιανέμπορος, αλλά και το ελληνικό δημόσιο, αφού δεν καταβάλλονται φόροι, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.
Ο πιο σημαντικός παράγοντας ωστόσο, για τον οποίο η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο επιθυμούν τη σταδιακή αναστολή του lockdown, είναι ότι τα ταμειακά διαθέσιμα εξαντλήθηκαν. Παρόλο που η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο βρίσκουν ανοικτές τις πόρτες για φθηνό δανεισμό, εν τούτοις αυτός δεν παύει να είναι δανεισμός. Η κυβέρνηση έχει εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες της, διοχετεύοντας μόνο τους τελευταίους 12-13 μήνες μέτρα στήριξης που αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 16% του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 3,9%.