THEPOWERGAME
Η επίλυση από την ελβετική κυβέρνηση της κρίσης της Credit Suisse και η υπόσχεση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ για στήριξη στις μικρές τράπεζες, πέρα από τη διάσωση των ανασφάλιστων καταθετών των Silicon Valley και Signature Bank, φαίνεται ότι απέτρεψαν μια τραπεζική κρίση προς το παρόν. Ωστόσο, η ομοιότητα με την πορεία προς την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 είναι πολύ μεγάλη για να αγνοηθεί, όπως τονίζει η Oxford Economics.
Οι οίκος κάνει έτσι έναν απολογισμό των μακροοικονομικών ομοιοτήτων και διαφορών, για να αξιολογήσει πόσο θα πρέπει πραγματικά να ανησυχούμε για την επανάληψη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 (GFC).
Η κύρια αιτία της GFC ήταν η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων κατοικιών, επισημαίνει η Oxford Economics. Τότε, μια σταδιακή πτώση των τιμών των κατοικιών προκάλεσε εκτεταμένη αθέτηση υποχρεώσεων σε τίτλους που καλύπτονται από στεγαστικά δάνεια, που εξέθεσαν τόσο την υπερέκθεση του χρηματοπιστωτικού τομέα, όσο και τη διασύνδεσή του. Σήμερα οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες βλέπουν ήδη σημαντικές μειώσεις των τιμών των κατοικιών σε ετήσια βάση, παράλληλα με χρεοκοπίες τραπεζών σε μέγεθος παρόμοιο με αυτό που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της GFC. Όπως είναι λογικό, ηχούν συναγερμοί. Αλλά, κατά την άποψη της Oxford Economics, ενώ φαίνεται να υπάρχουν ομοιότητες, οι διαφορές είναι πιο πολλές και σημαντικές, οι εξής:
- Πρώτον, οι τιμές των κατοικιών όντως μειώνονται στις περισσότερες οικονομίες, αλλά μόνον έπειτα από δύο χρόνια υπερβολικά πληθωρικών αυξήσεων και με πολύ δρόμο ακόμα για να επιστρέψουμε στα προ πανδημίας επίπεδα. Και ενώ τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων έχουν αυξηθεί με πρωτοφανή ρυθμό αυτήν τη φορά, αντιστρέφουν επίσης την πορεία τους στις περισσότερες οικονομίες.
- Δεύτερον, το πιο σημαντικό είναι ότι τα νοικοκυριά βρίσκονται τώρα σε πολύ ισχυρότερες οικονομικές θέσεις, καθώς και πολύ πιο υγιείς αποταμιεύσεις. Σε αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο η αυστηροποίηση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος μετά την GFC, η οποία έχει επιβάλει υψηλότερα πρότυπα δανείων και χαμηλότερα πρότυπα χρέους προς εισόδημα για μεμονωμένους δανειολήπτες, βελτιώνοντας έτσι την πλευρά της υποχρέωσης των ισολογισμών των νοικοκυριών. Η ανάκαμψη μετά την πανδημία ενίσχυσε και την πλευρά του ενεργητικού. Από τη μία πλευρά, η απουσία της κατανάλωσης της εποχής του lockdown επέτρεψε υψηλότερες αποταμιεύσεις, οι οποίες ενισχύθηκαν περαιτέρω από γενναιόδωρες κρατικές μεταφορές, ειδικά στις ΗΠΑ. Πράγματι, τα νοικοκυριά των ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν 4,5 τρισεκατομμύρια δολάρια περισσότερα απ’ ό,τι πριν από την πανδημία στους λογαριασμούς μετρητών και ελεγχόμενων καταθέσεων τους, όπως σημειώνει η Oxford Economics.
- Τρίτον, σίγουρα η πρόσφατη αναταραχή του τραπεζικού συστήματος στις ΗΠΑ έχει εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη φυγή καταθέσεων -πράγματι οι αναλήψεις του Μαρτίου ήταν σημαντικές. Ωστόσο, η εγγύηση της αμερικανικής κυβέρνησης για την ασφάλεια αυτών των καταθέσεων σημαίνει ότι είναι περισσότερο ζήτημα διανομής τους στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ, παρά σταθερότητας του ισολογισμού του τομέα των νοικοκυριών. Οι ισχυρότεροι ισολογισμοί των νοικοκυριών παρέχουν στον κλάδο ένα μαξιλάρι από τα χτυπήματα των κλυδωνισμών στα ακίνητα, με τρόπο που δεν το έκαναν στην εποχή της GFC, επισημαίνει ο οίκος. Επιπλέον, η αγορά εργασίας αυτήν τη φορά μπορεί να είναι πιο ανθεκτική.
- Τέταρτον, τα προγράμματα QE της μετα-GFC εποχής, και ιδιαίτερα μετά την πανδημία, έχουν τονώσει τα χρηματοπιστωτικά συστήματα με άφθονη ρευστότητα. Αυτή η ρευστότητα εξακολουθεί να υπάρχει σε εθελοντικά τραπεζικά αποθεματικά, σε πράξεις reverse repo, καθώς και σε διογκωμένες τραπεζικές καταθέσεις, τόσο στον τομέα των νοικοκυριών, όσο και στον τομέα των επιχειρήσεων.
Η ταχύτητα με την οποία διοχετεύθηκε αυτή η ρευστότητα εμπόδισε την προσφορά της σε δάνεια που θα παρείχαν υψηλότερα έσοδα από τόκους και υψηλότερα επιτόκια καταθετών. Αντίθετα, τα κεφάλαια έχουν καταλήξει σε μεγάλο βαθμό σε κρατικά ομόλογα χαμηλής απόδοσης. Καθώς οι καταθέτες άρχισαν να φεύγουν επιδιώκοντας υψηλότερες αποδόσεις, αυτό δημιούργησε ένα παράδοξο, όπου ένα σύστημα με άφθονη κατά τα άλλα ρευστότητα δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αναλήψεων. - Τέλος, όπως τονίζει η Oxford Economics, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής φαίνονται έτοιμοι να σταματήσουν τις προσωρινές «αναντιστοιχίες» ρευστότητας και με ισχυρότερους ισολογισμούς στους περισσότερους τομείς, αυτό θα είναι αρκετό για να αποτρέψει μια κατάρρευση τύπου GFC. Το ότι το τραπεζικό σύστημα έχει γίνει τόσο εξαρτημένο -και πιο ευαίσθητο- σε πιο συχνές και μεγαλύτερες κρατικές παρεμβάσεις είναι ένα πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν οι παγκόσμιες αγορές τα επόμενα χρόνια. Αλλά μια κρίση, ειδικά μία με βαθιές πραγματικές επιπτώσεις, όπως αυτή που προκάλεσε την κρίση του 2008, φαίνεται λιγότερο πιθανή.